ἀνειλέω: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(big3_4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[rechazar]] πολεμίους Philostr.<i>VA</i> 2.11, en v. pas. ἀνειληθέντες ... ἔς τι χωρίον Th.7.81.<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas. [[concentrarse]], [[reunirse]] μέλιτται Arist.<i>HA</i> 627<sup>b</sup>12, πνεῦμα Epicur.<i>Ep</i>.[3] 102<br /><b class="num">•</b>[[ser constreñido o coartado]] (ἡ [[γλῶσσα]]) Plu.2.503c<br /><b class="num">•</b>[[ser retenido]] de los gases intestinales, Hp.<i>Coac</i>.485.<br /><b class="num">II</b> [[desenrollar]] αὐτό ([[γραμματείδιον]]) Plu.2.109d, ἀνείλησεν αὐτὴν ἐνώπιόν μου y lo desenrolló delante de mí</i> LXX <i>Ez</i>.2.10<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[extenderse]] de un incendio, Longin.12.4.
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[rechazar]] πολεμίους Philostr.<i>VA</i> 2.11, en v. pas. ἀνειληθέντες ... ἔς τι χωρίον Th.7.81.<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas. [[concentrarse]], [[reunirse]] μέλιτται Arist.<i>HA</i> 627<sup>b</sup>12, πνεῦμα Epicur.<i>Ep</i>.[3] 102<br /><b class="num">•</b>[[ser constreñido o coartado]] (ἡ [[γλῶσσα]]) Plu.2.503c<br /><b class="num">•</b>[[ser retenido]] de los gases intestinales, Hp.<i>Coac</i>.485.<br /><b class="num">II</b> [[desenrollar]] αὐτό ([[γραμματείδιον]]) Plu.2.109d, ἀνείλησεν αὐτὴν ἐνώπιόν μου y lo desenrolló delante de mí</i> LXX <i>Ez</i>.2.10<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[extenderse]] de un incendio, Longin.12.4.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[περικλείω]], [[περιτυλίγω]] μαζί — Παθ., συναθροίζομαι ή [[συνωστίζομαι]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνειλέω Medium diacritics: ἀνειλέω Low diacritics: ανειλέω Capitals: ΑΝΕΙΛΕΩ
Transliteration A: aneiléō Transliteration B: aneileō Transliteration C: aneileo Beta Code: a)neile/w

English (LSJ)

   A roll up or crowd together, πολεμίους Philostr.VA2.11:— Pass., crowd or throng together, ἀνειληθέντες ἔς τι χωρίον Th.7.81; αἱ μέλιτται . . αὐτοῦ ἀνειλοῦνται Arist.HA627b12; of wind pent in the bowels, v.l. in Hp.Prog.11; πνεῦμα - ούμενον Epicur.Ep.2p.46U.; of sound, Arist.Aud.804a20; ἀνειλεῖται ἡ γλῶσσα is kept within bounds, Plu.2.503c.    II unroll, ib.109d.

German (Pape)

[Seite 220] zurückdrängen, ἀνειληθέντες ἐς χωρίον τι Thuc. 7, 81; – aufwickeln, aufschlagen, γραμματίδιον Plut. Consol. ad Apoll. p. 337. – Med., ἡ τοῦ λόγου διέξοδος οἷον ἀνειλουμένη Plat. Criti. 109 a, zusammengedrängt; auch Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνειλέω: (ἴδε εἴλω), περικλείω, στενοχωρῶ, στρυμώνω, καὶ τὸ ἀνειλῆσαι πολεμίους Φιλόστρ. 59: - Μέσ., συστρέφομαι, συναθροίζομαι, στρυμώνομαι, ἀνειληθέντες γὰρ ἔς τι χωρίον Θουκ. 7. 81· αἱ μέλιτται... αὐτοῦ ἀνειλοῦνται Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40. 57· ἐπὶ ἀέρος κεκλεισμένου ἢ συμπυκνωθέντος ἐν τοῖς ἐντέροις, κρέσσον δὲ σὺν ψόφῳ διελθεῖν ἢ αὐτοῦ ἀνειλέεσθαι Ἱππ. Προγν. 40· ἐν Γαλην. Γλωσσ. σ. 432, ὑπάρχει: «ἀνειλισθῶσιν· εἰς τὸ ἄνω εἰλισθεῖσαι συστραφῶσιν»· - ἐπὶ ἤχου, ἀλλ’ αὐτοῦ προσκόπτουσαν ἀνειλεῖσθαι τὴν φωνὴν καὶ λαμβάνειν ὄγκον Ἀριστ. Ἀκουστ. 65· περιορίζομαι, «συμμαζεύομαι» περὶ τῆς γλώσσης ἐὰν... μὴ ὑπακούῃ, μηδ’ ἀνειλῆται Πλούτ. 2. 503C. ΙΙ. «ξεδιπλώνω», ἀνοίγω, ἀνειλήσαντα οὖν [τὸ γραμματάδιον] ἰδεῖν ἐγγεγραμμένα τρία ταῦτα αὐτόθι 109C: - Παθ, Πλάτ. Κριτί. 109Α· ἴδε ἀνείλλω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 contraindre à se replier;
2 parcourir en revenant sur ses pas;
3 dérouler, développer;
Moy. ἀνειλέομαι-οῦμαι se dérouler.
Étymologie: ἀνά, εἱλέω.

Spanish (DGE)

I 1rechazar πολεμίους Philostr.VA 2.11, en v. pas. ἀνειληθέντες ... ἔς τι χωρίον Th.7.81.
2 en v. med.-pas. concentrarse, reunirse μέλιτται Arist.HA 627b12, πνεῦμα Epicur.Ep.[3] 102
ser constreñido o coartado (ἡ γλῶσσα) Plu.2.503c
ser retenido de los gases intestinales, Hp.Coac.485.
II desenrollar αὐτό (γραμματείδιον) Plu.2.109d, ἀνείλησεν αὐτὴν ἐνώπιόν μου y lo desenrolló delante de mí LXX Ez.2.10
en v. med. extenderse de un incendio, Longin.12.4.

Greek Monotonic

ἀνειλέω: μέλ. -ήσω, περικλείω, περιτυλίγω μαζί — Παθ., συναθροίζομαι ή συνωστίζομαι, σε Θουκ.