γαζοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γαζοφύλαξ]], ο (AM)<br />[[θησαυροφύλακας]], [[ταμίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάζα]] «[[θησαυρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
|mltxt=[[γαζοφύλαξ]], ο (AM)<br />[[θησαυροφύλακας]], [[ταμίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάζα]] «[[θησαυρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γαζοφύλαξ:''' [ῠ], -ακος, ὁ, [[θησαυροφύλακας]], [[ταμίας]]· από όπου, γαζοφῠλάκιον, <i>τό</i>, [[θησαυροφυλάκιο]], [[ταμείο]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾱζοφύλαξ Medium diacritics: γαζοφύλαξ Low diacritics: γαζοφύλαξ Capitals: ΓΑΖΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: gazophýlax Transliteration B: gazophylax Transliteration C: gazofylaks Beta Code: gazofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A treasurer, Phylarch.29, LXX 1 Ch.28.1, Str.16.2.40, J.AJ11.1.3, Plu.Demetr.25; written γαζζο-, Syria 5.347 (Dura).

German (Pape)

[Seite 470] ακος, ὁ, Schatzwächter, -meister, Phylarch. bei Ath. VI, 261 b; Plut. relp. ger. praec. 31.

Greek (Liddell-Scott)

γαζοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ θησαυροφύλαξ, ταμίας, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 261Β, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ι.11.1,3· - γαζοφυλακέω, Διόδ. 17.74· - γαζοφῠλάκιον, τό, θησαυροφυλάκιον, ταμεῖον, Λατ. aerarium, Στράβ. 319, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 1, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien du trésor, trésorier.
Étymologie: γάζα, φύλαξ.

Spanish (DGE)

(γᾱζοφύλαξ) -ακος, ὁ

• Grafía: graf. γαζζο- FDE 50 (III d.C.), γανζο- Res gestae Saporis 66

• Prosodia: [-ῠ-]
1 encargado del tesoro real, tesorero Phylarch.31, LXX 1Pa.28.1, 1Es.8.45, PCair.Zen.36.4 (III a.C.), Plu.Demetr.25, FDE l.c., Res gestae Saporis l.c., I.AI 11.13, dud. en PHamb.175.2 (III a.C.).
2 adj. γ. χῶρος lugar donde se guarda el tesoro, depósito de las ofrendas en el templo de Jerusalén, Nonn.Par.Eu.Io.8.20.

Greek Monolingual

γαζοφύλαξ, ο (AM)
θησαυροφύλακας, ταμίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάζα «θησαυρός» + φύλαξ.

Greek Monotonic

γαζοφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, θησαυροφύλακας, ταμίας· από όπου, γαζοφῠλάκιον, τό, θησαυροφυλάκιο, ταμείο, σε Καινή Διαθήκη