καταμαλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταμαλάσσω]], Α και αττ. τ. καταμαλάττω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μολύνω]] με την [[ψηλάφηση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[πραΰνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαλακώνω]] [[κάτι]] με [[τριβή]] ή [[αλοιφή]].
|mltxt=(AM [[καταμαλάσσω]], Α και αττ. τ. καταμαλάττω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μολύνω]] με την [[ψηλάφηση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[πραΰνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαλακώνω]] [[κάτι]] με [[τριβή]] ή [[αλοιφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταμᾰλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[μαλακώνω]] [[πολύ]], σε Λουκ.· μεταφ., καταπραΰνω, [[κατευνάζω]], [[καθησυχάζω]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμᾰλάσσω Medium diacritics: καταμαλάσσω Low diacritics: καταμαλάσσω Capitals: ΚΑΤΑΜΑΛΑΣΣΩ
Transliteration A: katamalássō Transliteration B: katamalassō Transliteration C: katamalasso Beta Code: katamala/ssw

English (LSJ)

Att. καταμαλάττω,

   A soften, σώματα ἐλαίῳ Luc.Anach.24: metaph., appease, Id.JTr.24, Ach.Tat.6.19; τοῦ θυμοῦ τὸ φλεγμαῖνον Hld.7.21.

German (Pape)

[Seite 1362] erweichen, Luc. de gymn. 24; übertr., rühren, besänftigen, τοὺς ἀνέμους Luc. lov. Trag. 24; τοῦ θυμοῦ τὸ φλεγμαῖνον Heliod. 7, 11.

Greek (Liddell-Scott)

καταμᾰλάσσω: Ἀττ. -ττω, πολὺ μαλάσσω, μαλακώνω, κάμνω τι διὰ τῆς ἀλοιφῆς καὶ τῆς τριβῆς μαλακόν, χρίομεν… σώματα ἐλαίῳ καὶ καταμαλάττομεν, ὡς ἐντονώτερα γίγνοιτο Λουκ. Γυμν. 24· μεταφ., πραΰνω, αὐτόθι ἐν Διΐ Τραγ. 24, Ἀχιλλ. Τάτ. 6. 19, κτλ.· τοῦ θυμοῦ τὸ φλεγμαῖνον Ἡλιόδ. 7. 11.

French (Bailly abrégé)

amollir.
Étymologie: κατά, μαλάσσω.

Greek Monolingual

(AM καταμαλάσσω, Α και αττ. τ. καταμαλάττω)
νεοελλ.
μολύνω με την ψηλάφηση
νεοελλ.-μσν.
μτφ. πραΰνω
αρχ.
μαλακώνω κάτι με τριβή ή αλοιφή.

Greek Monotonic

καταμᾰλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, μαλακώνω πολύ, σε Λουκ.· μεταφ., καταπραΰνω, κατευνάζω, καθησυχάζω, στον ίδ.