ψευδατράφαξυς: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άξυος, και ψευδατράφαξις, -άξεως, ἡ, Α<br />(στον <b>Αριστοφ.</b>) (ως κωμική [[ονομασία]] φυτού) ψεύτικη [[ατράφαξις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀτράφαξυς]] «[[είδος]] λαχανικού»]. | |mltxt=-άξυος, και ψευδατράφαξις, -άξεως, ἡ, Α<br />(στον <b>Αριστοφ.</b>) (ως κωμική [[ονομασία]] φυτού) ψεύτικη [[ατράφαξις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀτράφαξυς]] «[[είδος]] λαχανικού»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψευδατράφαξυς:''' [ᾰφ],-υος, ἡ, [[ψευδής]] ατράφαξυς, κωμ. όνομα φυτού, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰφ], υος, ἡ,
A false orach, Com. name of a plant in Ar.Eq.630; cf. ψευδαμάμαξυς.
German (Pape)
[Seite 1393] ἡ, falsche Melde, Lügenmelde, Lügenkohl, Ar. Equ. 628, komisch nach ψευδαμάμαξυς gebildeter Pflanzenname.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδατράφαξῠς: -υος, ἡ, ψευδὴς ἀτράφαξυς, κωμικὸν ὄνομα φυτοῦ ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 630· πρβλ. ψευδαμάμαξυς.
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
fausse arroche, càd imposture.
Étymologie: ψευδής, ἀτράφαξυς.
Par. ψευδαμάμαξυς.
Greek Monolingual
-άξυος, και ψευδατράφαξις, -άξεως, ἡ, Α
(στον Αριστοφ.) (ως κωμική ονομασία φυτού) ψεύτικη ατράφαξις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἀτράφαξυς «είδος λαχανικού»].
Greek Monotonic
ψευδατράφαξυς: [ᾰφ],-υος, ἡ, ψευδής ατράφαξυς, κωμ. όνομα φυτού, σε Αριστοφ.