Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀξυγκρότητος: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀξυγκρότητος]], -ον ([[αντί]] [[ἀσυγκρότητος]]) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν συγκολλήθηκε με [[σφυρί]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους<br /><b>3.</b> (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>ξυγκροτώ</i> ([[αντί]] [[συγκροτώ]]) <span style="color: red;"><</span> <i>ξυν</i> <span style="color: red;">+</span> [[κροτώ]]].
|mltxt=[[ἀξυγκρότητος]], -ον ([[αντί]] [[ἀσυγκρότητος]]) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν συγκολλήθηκε με [[σφυρί]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους<br /><b>3.</b> (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>ξυγκροτώ</i> ([[αντί]] [[συγκροτώ]]) <span style="color: red;"><</span> <i>ξυν</i> <span style="color: red;">+</span> [[κροτώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀξυγκρότητος:''' -ον ([[συγκροτέω]]), μη συγκολλημένος με [[σφυρηλάτηση]]· μεταφ. λέγεται για τα [[κουπιά]], μη εξασκημένος να κωπηλατεί ταυτόχρονα με άλλον, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξυγκρότητος Medium diacritics: ἀξυγκρότητος Low diacritics: αξυγκρότητος Capitals: ΑΞΥΓΚΡΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: axynkrótētos Transliteration B: axynkrotētos Transliteration C: aksygkrotitos Beta Code: a)cugkro/thtos

English (LSJ)

ον, for ἀσυγκ-,

   A not welded together by the hammer: metaph. of rowers, not trained to pull together, Th.8.95; of style, not compact, rambling, D.H.Dem.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξυγκρότητος: -ον, ἀντί ἀσυγκ-, ὁ μὴ συγκολληθεὶς διὰ σφυρηλατήσεως, μεταφ. ἐπὶ ἐρετῶν, μὴ ἠσκημένος νὰ κωπηλατῇ ταὐτοχρόνως μετὰ τῶν ἄλλων, Θουκ. 8. 95: ἐπὶ ὕφους, μὴ συναφὲς καὶ πυκνόν, ἀλλὰ χαλαρὸν καὶ ἀσυνάρτητον, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19.

French (Bailly abrégé)

anc. att. p. ἀσυγκρότητος.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀσυγ- D.H.Dem.19
1 no ensamblado fig. de los remeros que no están entrenados para remar al unísono Th.8.95.
2 fig. que no tiene cohesión, incoherente del estilo, D.H.l.c.

Greek Monolingual

ἀξυγκρότητος, -ον (αντί ἀσυγκρότητος) (Α)
1. αυτός που δεν συγκολλήθηκε με σφυρί
2. μτφ. (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους
3. (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ξυγκροτώ (αντί συγκροτώ) < ξυν + κροτώ].

Greek Monotonic

ἀξυγκρότητος: -ον (συγκροτέω), μη συγκολλημένος με σφυρηλάτηση· μεταφ. λέγεται για τα κουπιά, μη εξασκημένος να κωπηλατεί ταυτόχρονα με άλλον, σε Θουκ.