ὀγκηρός: Difference between revisions

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀγκηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> εξογκωμένος, [[ογκώδης]], πρησμένος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πομπώδης]] («ἐν τραγωδίᾳ, [[πράγματι]] ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀγκηρόν</i><br />[[κομπορρημοσύνη]], [[στόμφος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὀγκηρότερον διάγειν» — το να συμπεριφέρεται [[κάποιος]] με μεγαλύτερη [[αλαζονεία]], αλαζονικότερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄγκος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αιχμ</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=[[ὀγκηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> εξογκωμένος, [[ογκώδης]], πρησμένος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πομπώδης]] («ἐν τραγωδίᾳ, [[πράγματι]] ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀγκηρόν</i><br />[[κομπορρημοσύνη]], [[στόμφος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὀγκηρότερον διάγειν» — το να συμπεριφέρεται [[κάποιος]] με μεγαλύτερη [[αλαζονεία]], αλαζονικότερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄγκος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αιχμ</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀγκηρός:''' -ά, -όν ([[ὄγκος]] Β), [[ογκώδης]], διογκωμένος, πρησμένος· μεταφ., [[μεγαλοπρεπής]], [[πομπώδης]], σε Ξεν.· <i>τὸ ὀγκηρόν</i>, [[πρόβλημα]], [[μπελάς]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγκηρός Medium diacritics: ὀγκηρός Low diacritics: ογκηρός Capitals: ΟΓΚΗΡΟΣ
Transliteration A: onkērós Transliteration B: onkēros Transliteration C: ogkiros Beta Code: o)gkhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ὄγκος B)

   A bulky, swollen, ὀστέα Hp.Fract.24 (Comp.) ; ὀ, εἰς τὸ ἄνω Id.Art.13 (Comp.).    II metaph., stately, pompous, ὄνομα Demetr.Eloc.176 ; τῆς βασιλείας ὀγκηρότερον διᾴγειν X.HG3.4.8 ; ἐν τραγῳδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει Longin.3.1 ; τὸ ὀ. bombast, Arist.EN1127b24 : irreg. Comp. ὀγκότερος (formed from ὄγκος) Id.Pr.966a2 : Sup. ὀγκότατος AP12.187 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 290] von großer Masse, großem Umfange, Arist. probl. 10, 54; prachtvoll, gew. tadelnd, τῆς βασιλείας ὀγκηρόεερον διάγειν, mit mehr Pracht leben, mit dem Nebenbegriff des Aufgeblasenen, Xen. Hell. 3, 4, 8; Sp. – Auch vom Styl, τὸ ὀγκηρόν, = ὄγκος, Arist. eth. 4, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκηρός: -ά, -όν, (ὄγκος Β) ὀγκώδης, ἐξῳδηκώς, «πρησμένος», ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 767· ὀγκ. εἰς τὸ ἄνω ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 790. ΙΙ. μεταφ., ἔχων ὄγκον, πομπώδης, ὄνομα Δημ. Φαληρ. 176. τῆς βασιλείας ὀγκηρότερον διάγειν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 8· ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει Λογγῖν. 3· ― τὸ ὀγκ., τὸ ὀχληρόν, τὸ προξενοῦν ἐνόχλησιν εἰς ἄλλους, ἀλλὰ ἀποφεύγοντες τὸ ὀγκηρὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 14. ― Ἐν Ἀριστ. Προβλ. 37. 3, 2, ἔχομεν συγκρ. ὀγκότερος (ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ὄγκος)· ὑπερθ. ὀγκότατος, Ἀνθ. Π. 12. 187.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
volumineux, gros, enflé, gonflé ; fig. τὸ ὀγκηρόν enflure (du style, etc.).
Étymologie: ὄγκος².

Greek Monolingual

ὀγκηρός, -ά, -όν (Α)
1. εξογκωμένος, ογκώδης, πρησμένος
2. μτφ. πομπώδης («ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀγκηρόν
κομπορρημοσύνη, στόμφος
4. φρ. «ὀγκηρότερον διάγειν» — το να συμπεριφέρεται κάποιος με μεγαλύτερη αλαζονεία, αλαζονικότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμ-ηρός)].

Greek Monotonic

ὀγκηρός: -ά, -όν (ὄγκος Β), ογκώδης, διογκωμένος, πρησμένος· μεταφ., μεγαλοπρεπής, πομπώδης, σε Ξεν.· τὸ ὀγκηρόν, πρόβλημα, μπελάς, σε Αριστ.