ἰχνεία: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰχνεία]], ἡ (Α) [[ιχνεύω]]<br />το να ιχνεύει [[κανείς]], το να αναζητεί τα ίχνη κάποιου, η [[ἴχνευσις]].
|mltxt=[[ἰχνεία]], ἡ (Α) [[ιχνεύω]]<br />το να ιχνεύει [[κανείς]], το να αναζητεί τα ίχνη κάποιου, η [[ἴχνευσις]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰχνεία:''' ἡ ([[ἴχνος]]), [[ιχνηλασία]] βάσει της μυρωδιάς, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰχνεία Medium diacritics: ἰχνεία Low diacritics: ιχνεία Capitals: ΙΧΝΕΙΑ
Transliteration A: ichneía Transliteration B: ichneia Transliteration C: ichneia Beta Code: *)ixnei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A casting about for the scent, of hounds, X.Cyn.3.7 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1276] ἡ, das Aufspüren, Xen. Cyn. 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνεία: ἡ, τὸ ἰχνεύειν, ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3. 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. ἴχνευσις.

Greek Monolingual

ἰχνεία, ἡ (Α) ιχνεύω
το να ιχνεύει κανείς, το να αναζητεί τα ίχνη κάποιου, η ἴχνευσις.

Greek Monotonic

ἰχνεία: ἡ (ἴχνος), ιχνηλασία βάσει της μυρωδιάς, λέγεται για κυνηγετικά σκυλιά, σε Ξεν.