διττός: Difference between revisions
(9) |
(4) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[δισσός]], -ή, -ό (AM [[διττός]] και [[δισσός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[διπλός]], αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που παρουσιάζεται με δύο μορφές<br /><b>3.</b> διφορούμενος, [[ασαφής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> δύο<br /><b>2.</b> (για [[έγγραφο]]) αυτός που γράφτηκε εις διπλούν, [[διπλός]]<br /><b>3.</b> αυτός που διαφωνεί<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διττόν</i>, -<i>σσόν</i><br />[[ασάφεια]], [[αμφιβολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>διχ</i>- του [[δίχα]]. Ο τ. [[διττός]] [[είναι]] της αττικής διαλέκτου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[δισσάκις]], <i>δισσαχῄ</i>, <i>δισσαχού</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[δισσογραφία]], [[δισσολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δισσάρχης]], [[δισσόγλωσσος]], [[δισσογονώ]], [[δισσογραφούμαι]], [[δισσόπους]], [[δισσότοκος]], [[δισσοτόκος]], [[δισσοφυής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δισσολογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διττάγκιστρο]], [[διττόκλιτος]]]. | |mltxt=και [[δισσός]], -ή, -ό (AM [[διττός]] και [[δισσός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[διπλός]], αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που παρουσιάζεται με δύο μορφές<br /><b>3.</b> διφορούμενος, [[ασαφής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> δύο<br /><b>2.</b> (για [[έγγραφο]]) αυτός που γράφτηκε εις διπλούν, [[διπλός]]<br /><b>3.</b> αυτός που διαφωνεί<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διττόν</i>, -<i>σσόν</i><br />[[ασάφεια]], [[αμφιβολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>διχ</i>- του [[δίχα]]. Ο τ. [[διττός]] [[είναι]] της αττικής διαλέκτου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[δισσάκις]], <i>δισσαχῄ</i>, <i>δισσαχού</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[δισσογραφία]], [[δισσολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δισσάρχης]], [[δισσόγλωσσος]], [[δισσογονώ]], [[δισσογραφούμαι]], [[δισσόπους]], [[δισσότοκος]], [[δισσοτόκος]], [[δισσοφυής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δισσολογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διττάγκιστρο]], [[διττόκλιτος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διττός:''' Αττ. αντί [[δισσός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 644] att. = δισσός. Ebenso διττάκις u. ä.
Greek (Liddell-Scott)
διττός: κτλ.· ἴδε ἐν λ. δισσ-.
French (Bailly abrégé)
att. c. δισσός.
Spanish (DGE)
v. δισσός.
Greek Monolingual
και δισσός, -ή, -ό (AM διττός και δισσός, -ή, -όν)
1. διπλός, αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη
2. εκείνος που παρουσιάζεται με δύο μορφές
3. διφορούμενος, ασαφής
αρχ.
1. στον πληθ. δύο
2. (για έγγραφο) αυτός που γράφτηκε εις διπλούν, διπλός
3. αυτός που διαφωνεί
4. το ουδ. ως ουσ. το διττόν, -σσόν
ασάφεια, αμφιβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) διχ- του δίχα. Ο τ. διττός είναι της αττικής διαλέκτου.
ΠΑΡ. αρχ. δισσάκις, δισσαχῄ, δισσαχού.
ΣΥΝΘ. δισσογραφία, δισσολογία
αρχ.
δισσάρχης, δισσόγλωσσος, δισσογονώ, δισσογραφούμαι, δισσόπους, δισσότοκος, δισσοτόκος, δισσοφυής
αρχ.-μσν.
δισσολογώ
νεοελλ.
διττάγκιστρο, διττόκλιτος].
Greek Monotonic
διττός: Αττ. αντί δισσός.