πρανής: Difference between revisions
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ή [[προς]] τα [[κάτω]] κεκλιμένος, [[κατηφορικός]], [[κατωφερής]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ.) <i>το πρανές</i> και <i>τα πρανή</i><br />(γεωγρ·) η [[κλιτύς]], η [[πλαγιά]] λόφου ή όρους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>στρ.</b> η ομαλή [[πέρα]] από την τάφρο [[κατωφέρεια]] που συνδέει την [[κορυφή]] του αντικρημνού της τάφρου με το εμπρόσθιο [[φυσικό]] [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) οι [[πρόποδες]] υψώματος ή υπώρειες που έχουν ομαλή [[κλίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[πρηνής]]. | |mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ή [[προς]] τα [[κάτω]] κεκλιμένος, [[κατηφορικός]], [[κατωφερής]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ.) <i>το πρανές</i> και <i>τα πρανή</i><br />(γεωγρ·) η [[κλιτύς]], η [[πλαγιά]] λόφου ή όρους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>στρ.</b> η ομαλή [[πέρα]] από την τάφρο [[κατωφέρεια]] που συνδέει την [[κορυφή]] του αντικρημνού της τάφρου με το εμπρόσθιο [[φυσικό]] [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) οι [[πρόποδες]] υψώματος ή υπώρειες που έχουν ομαλή [[κλίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[πρηνής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρᾱνής:''' Δωρ. και Αττ. αντί [[πρηνής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, Ion. πρηνής (also in Arist.Mete.350a11, Spir.484b29, Fr.106, J.AJ18.3.1, 19.8.2, Plu.2.680a, Tim.11, Gal.UP2.2, 7.22, PMag.Par.1.194, etc.), gen. έος, Att. contr. οῦς:—of posture,
A with the face downwards, lying on the front, falling forwards, opp. ὕπτιος, πρηνεῖς τε καὶ ὕπτιοι ἔκπεσον ἵππων Il.11.179; ἐκ δίφροιο . . ἐξεκυλίσθη πρηνὴς ἐν κονίῃσιν ἐπὶ στόμα 6.43, cf. 2.418, 4.544, Hes.Sc.365; πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς Il.21.118; mostly with Verbs of falling, πρηνὴς κάππεσε, ἤριπε, ἐλιάσθη, 16.413, 5.58, 15.543; πρηνέα . . τανύσσας [Ἕκτορα] 23.25; κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαθρον headlong down, 2.414; π. γενόμενος Act.Ap.1.18 (fort. = πρησθείς becoming distended); ἐπὶ τὸ πρηνὲς ῥέπειν incline towards pronation, Hp.Fract. 1; ἐς τὸ π. Id.Mochl.8; of the arm and hand, with the palm downwards, v.l. in Fract.2; opp. ὕπτιος, Arist.Spir. l.c., Plu.Tim.11; of ἀστράγαλοι, ὀρθοὶ πίπτοντες ἢ πρηνεῖς Id.2.680a, cf. Poll.7.204; of seeds, hollow side downwards, Thphr.HP2.6.1; of a ship, bottom upwards, implied in Plu.Tim.l.c. II of parts of animals or man, that part which is uppermost and visible when the animal or man is in the πρανής position (the normal one for a quadruped), the back part, τὰ τετράποδα . . ἐν τοῖς ὑπτίοις οὐκ ἔ χει τὰς τρίχας, ἀλλ' ἐν τοῖς πρανέσι μᾶλλον· οἱ δ' ἄνθρωποι τοὐναντίον ἐν τοῖς ὑπτίοις μᾶλλον ἢ ἐν τοῖς πρανέσιν Arist.PA658a17, cf. HA498b20, 519a21, 540a2, GA717b30. 2 of leaves and of the hand, the back or 'wrong' side, τὰς ἶνας καὶ τὰς φλέβας ἐν τοῖς π. ἔχουσιν ὥσπερ ἡ χείρ Thphr. HP1.10.2 (misunderstood as the opposite by Plin.HN16.88), cf. 3.14.2. III of the sides of hills, πρὸς ἄναντες καὶ κατὰ πρανοῦς καὶ πλάγια ἐλαύνειν down hill, X.Eq.3.7, cf. An.1.5.8, 4.8.28, Plu.Sull.18; κατὰ τὰ π. X.Eq.8.6; τὸ π., opp. τὸ ὄρθιον, ibid., cf. Cyr.2.2.24. 2 convex, Arist.Mete.350a11.
German (Pape)
[Seite 693] ές, dor. u. att. statt πρηνής.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱνής: πρᾱνίζω, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ πρηνής, πρηνίζω.
French (Bailly abrégé)
dor. et att. c. πρηνής.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που είναι προς τα εμπρός ή προς τα κάτω κεκλιμένος, κατηφορικός, κατωφερής
2. (το ουδ. εν. και πληθ.) το πρανές και τα πρανή
(γεωγρ·) η κλιτύς, η πλαγιά λόφου ή όρους
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. στρ. η ομαλή πέρα από την τάφρο κατωφέρεια που συνδέει την κορυφή του αντικρημνού της τάφρου με το εμπρόσθιο φυσικό έδαφος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οι πρόποδες υψώματος ή υπώρειες που έχουν ομαλή κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πρηνής.
Greek Monotonic
πρᾱνής: Δωρ. και Αττ. αντί πρηνής.