ἱερακίσκος: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(17) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱερακίσκος]], ὁ (Α)<br />μικρό [[γεράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. του [[ιέραξ]]]. | |mltxt=[[ἱερακίσκος]], ὁ (Α)<br />μικρό [[γεράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. του [[ιέραξ]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱερᾱκίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[ἱέραξ]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Dim. of ἱέραξ, Ar.Av.1112.
German (Pape)
[Seite 1240] ὁ, dim. von ἱέραξ, Ar. Av. 1112.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱκίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἱέραξ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1112.
Greek Monolingual
ἱερακίσκος, ὁ (Α)
μικρό γεράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του ιέραξ].
Greek Monotonic
ἱερᾱκίσκος: ὁ, υποκορ. του ἱέραξ, σε Αριστοφ.