χιλιόπαλαι: Difference between revisions
From LSJ
νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[πριν]] από [[πάρα]] πολύ χρόνο, [[πριν]] από αναρίθμητα έτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. σχηματισμένη από το <i>χιλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πάλαι]]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[πριν]] από [[πάρα]] πολύ χρόνο, [[πριν]] από αναρίθμητα έτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. σχηματισμένη από το <i>χιλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πάλαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χῑλιόπᾰλαι:''' επίρρ., χίλιες φορές [[πριν]] από [[πολλά]] χρόνια, [[πάρα]] [[πολλά]] χρόνια [[πριν]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A long long ago, Com. word, Ar.Eq.1155.
German (Pape)
[Seite 1356] adv., vor sehr langer Zeit, zur komischen Steigerung gebildet von Ar. Equ. 1151.
Greek (Liddell-Scott)
χῑλιόπᾰλαι: ἐπίρρ. χιλιάκις πάλαι, πρὸ ἀναριθμήτων ἐτῶν, κωμικὴ λέξις παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1155.
French (Bailly abrégé)
adv.
il y a mille fois longtemps, il y a très longtemps, il y a mille ans.
Étymologie: χίλιοι, πάλαι.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. πριν από πάρα πολύ χρόνο, πριν από αναρίθμητα έτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από το χιλι(ο)- + πάλαι.
Greek Monotonic
χῑλιόπᾰλαι: επίρρ., χίλιες φορές πριν από πολλά χρόνια, πάρα πολλά χρόνια πριν, σε Αριστοφ.