μελαμπαγής: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαμπαγής]], -ές (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[αίμα]]) [[μαύρος]] και [[πηχτός]] («καὶ [[χθονία]] [[κόνις]] πίῃ μελαμπαγὲς [[αἷμα]] φοίνιον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[μαύρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γομφο</i>-<i>παγής</i>, <i>δορυ</i>-<i>παγής</i>].
|mltxt=[[μελαμπαγής]], -ές (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[αίμα]]) [[μαύρος]] και [[πηχτός]] («καὶ [[χθονία]] [[κόνις]] πίῃ μελαμπαγὲς [[αἷμα]] φοίνιον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[μαύρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γομφο</i>-<i>παγής</i>, <i>δορυ</i>-<i>παγής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελαμπᾱγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), Δωρ. αντί <i>-πηγής</i>, [[μαύρος]] και [[πηχτός]], σε Αισχύλ.· γενικά, [[μαύρος]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμπᾱγής Medium diacritics: μελαμπαγής Low diacritics: μελαμπαγής Capitals: ΜΕΛΑΜΠΑΓΗΣ
Transliteration A: melampagḗs Transliteration B: melampagēs Transliteration C: melampagis Beta Code: melampagh/s

English (LSJ)

ές, Dor. for -πηγής,

   A black-clotted, αἷμα A.Th.737 (lyr.): generally, black, discoloured, [χαλκὸς] μ. πέλει Id.Ag.392 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 118] ές, schwarz geronnen, schwarz und fest, αἷμα φοίνιον Aesch. Spt. 719, τρίβῳ τε καὶ προσβολαῖς πέλει δικαιωθείς Ag. 381.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμπᾱγής: -ές, Δωρ. ἀντὶ -πηγής, πεπηγὼς μέλας, πηκτὸς καὶ μέλας, αἷμα Αἰσχύλ. Θήβ. 737˙ καθόλου μέλας, ἀμαυρός, χαλκὸς μ. πέλει ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 392.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui se fige en noircissant;
2 noir et dur.
Étymologie: μέλας, πήγνυμι.

Greek Monolingual

μελαμπαγής, -ές (Α)
(δωρ. τ.)
1. (κυρίως για αίμα) μαύρος και πηχτός («καὶ χθονία κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον», Αισχύλ.)
2. (γενικά) μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γομφο-παγής, δορυ-παγής].

Greek Monotonic

μελαμπᾱγής: -ές (πήγνυμι), Δωρ. αντί -πηγής, μαύρος και πηχτός, σε Αισχύλ.· γενικά, μαύρος, στον ίδ.