εὔφορτος: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔφορτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει κανονικό [[φορτίο]], που έχει όσο [[φορτίο]] ή [[έρμα]] [[πρέπει]] να μεταφέρει για να ταξιδεύει άνετα, ο [[ταχύπλοος]] («εύφορτοι νάες πελαγίτιδες», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευχάριστος]], [[χαριτωμένος]] («γούνασιν εὐφόρτοις», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φόρτος]] «[[φορτίο]] πλοίου»]. | |mltxt=[[εὔφορτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει κανονικό [[φορτίο]], που έχει όσο [[φορτίο]] ή [[έρμα]] [[πρέπει]] να μεταφέρει για να ταξιδεύει άνετα, ο [[ταχύπλοος]] («εύφορτοι νάες πελαγίτιδες», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευχάριστος]], [[χαριτωμένος]] («γούνασιν εὐφόρτοις», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φόρτος]] «[[φορτίο]] πλοίου»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔφορτος:''' -ον, καλοφορτωμένος, αυτός που έχει όσο φορτίο ή [[σαβούρα]] πρέπει ώστε να πλέει, να ταξιδεύει [[καλά]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A well-freighted, well-ballasted, νᾶες AP12.53 (Mel.): metaph., agreeable, gracious, opp. βαρὺς ἐπὶ ταῖς εὐπραγίαις, [στρατηγός] Onos.42.24; μέλη Opp.C.1.85, cf. 4.447.
German (Pape)
[Seite 1106] leicht beladen, νᾶες, gut, schnellsegelnd, Mel. 80 (XII, 53). Bei Opp. Cyn. 1, 85 auch μέλεα, wie 4, 447 γούνατα, leicht beweglich, schnell.
Greek (Liddell-Scott)
εὔφορτος: -ον, ἐπὶ νεώς, ἡ ἔχουσα ὅσον φορτίον ἢ ἕρμα πρέπει νὰ ἔχῃ ὅπως εὐπλοῇ, εὔφορτοι νᾶες πελαγίτιδες Ἀνθ. Π. 12. 53· - μεταφ., καλῶς κινούμενος, εὐκίνητος, εὐφόρτοις μελέεσι Ὀππ. Κυν. 1. 85, πρβλ. 4. 447.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 légèrement chargé ; qui porte bien sa charge;
2 p. ext. rapide, agile, léger.
Étymologie: εὖ, φόρτος.
Greek Monolingual
εὔφορτος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) αυτός που έχει κανονικό φορτίο, που έχει όσο φορτίο ή έρμα πρέπει να μεταφέρει για να ταξιδεύει άνετα, ο ταχύπλοος («εύφορτοι νάες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.)
2. ευχάριστος, χαριτωμένος («γούνασιν εὐφόρτοις», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φόρτος «φορτίο πλοίου»].
Greek Monotonic
εὔφορτος: -ον, καλοφορτωμένος, αυτός που έχει όσο φορτίο ή σαβούρα πρέπει ώστε να πλέει, να ταξιδεύει καλά, σε Ανθ.