παναγής: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[παναγής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που βαρύνεται από [[άγος]], από ανίερη [[πράξη]], μιαρότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] «[[μίασμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-[[αγής]]].———————— <b>(II)</b><br />[[παναγής]], -ές (Α)<br />[[πάναγνος]], ιερότατος, [[πανάχραντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] «[[εξαγνισμός]], [[σέβας]], [[ευλάβεια]]», για τις σημ. του [[άγος]] <b>βλ. λ.</b> [[άγιος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-[[αγής]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[παναγής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που βαρύνεται από [[άγος]], από ανίερη [[πράξη]], μιαρότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] «[[μίασμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-[[αγής]]].———————— <b>(II)</b><br />[[παναγής]], -ές (Α)<br />[[πάναγνος]], ιερότατος, [[πανάχραντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] «[[εξαγνισμός]], [[σέβας]], [[ευλάβεια]]», για τις σημ. του [[άγος]] <b>βλ. λ.</b> [[άγιος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-[[αγής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰνᾰγής:''' -ές, ιερώτατος, [[πάναγνος]], Λατ. [[sacro]]­[[sanctus]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανᾰγής Medium diacritics: παναγής Low diacritics: παναγής Capitals: ΠΑΝΑΓΗΣ
Transliteration A: panagḗs Transliteration B: panagēs Transliteration C: panagis Beta Code: panagh/s

English (LSJ)

ές,

   A all-hallowed, Call.Fr.1.36P.; κόρη (Cassandra) D. Chr.11.153; ἱέρειαι Poll.1.35, Hsch. (παναιεῖς cod.); ἱερωσύνη Jul. Or.5.160b (Sup.); ἱερεύς IG3.716; = Lat. sacrosanctus, of the Rom. Tribuni Plebis, D.H.6.89, 8.87, Plu. Cam.20.    II under an ἄγος, Philonid.5, Man.4.120.

German (Pape)

[Seite 455] ές, ganz geweiht, ganz heilig, ἱέρειαι, Poll. 1, 35; τὰ τῶν δημάρχων σώματα ἱερὰ εἶναι καὶ παναγῆ, D. Hal. 6, 89, öfter, wie Plut. – Aber Philonid. bei Poll. 9, 29 = ganz und gar mit Fluch belastet, verabscheuungswerth, wie Man. 4, 120.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰγής: ές. ὅλως ἡγιασμένος, ἱερώτατος, πάναγνος, Λατ. sacosanctus, οὕτως ἐκαλοῦντο οἱ παρὰ Ρωμ. Tribuni Plebis, δήμαρχοι, Διον. Ἁλ. 6. 89., 8. 87, Πλουτ. Κάμιλλ. 20. π. ἱερεύς, ἱέρεια Συλλ. Ἐπιγρ. 380. 6, Πολυδ. Α΄, 35. II. ὁ διατελῶν ὑπὸ ἄγος, παναγεῖς γενεὰν πορνοτελῶναι, Μεγαρῆς, δεινοί πατραλοῖαι Φιλωνίδης ἐν «Κοθόρνοις» 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait saint, sacré.
Étymologie: πᾶν, ἄγος.

Greek Monolingual

(I)
παναγής, -ές (ΑΜ)
αυτός που βαρύνεται από άγος, από ανίερη πράξη, μιαρότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγής (< ἄγος «μίασμα»), πρβλ. δυσ-αγής].———————— (II)
παναγής, -ές (Α)
πάναγνος, ιερότατος, πανάχραντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγής (< ἄγος «εξαγνισμός, σέβας, ευλάβεια», για τις σημ. του άγος βλ. λ. άγιος), πρβλ. ευ-αγής].

Greek Monotonic

πᾰνᾰγής: -ές, ιερώτατος, πάναγνος, Λατ. sacro­sanctus, σε Πλούτ.