χάλυβος: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
(46)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[χάλυψ]], -<i>υβος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους [[Χάλυβες]], λαό που κατοικούσε στις ακτές του Πόντου.
|mltxt=-ον, Α [[χάλυψ]], -<i>υβος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους [[Χάλυβες]], λαό που κατοικούσε στις ακτές του Πόντου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''χάλυβος:''' ὁ, = [[χάλυψ]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλυβος Medium diacritics: χάλυβος Low diacritics: χάλυβος Capitals: ΧΑΛΥΒΟΣ
Transliteration A: chálybos Transliteration B: chalybos Transliteration C: chalyvos Beta Code: xa/lubos

English (LSJ)

v. sq. 11.

German (Pape)

[Seite 1332] ὁ, poet. statt χάλυψ, Σκυθῶν ἄποικος Aesch. Spt. 710.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. χάλυψ.

Greek Monolingual

-ον, Α χάλυψ, -υβος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χάλυβες, λαό που κατοικούσε στις ακτές του Πόντου.

Greek Monotonic

χάλυβος: ὁ, = χάλυψ, σε Αισχύλ., Ευρ.