ἐώρα: Difference between revisions

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐώρα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> δ. γρφ. του [[αἰώρα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἑῶραι</i><br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν της Ηριγόνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εώρα]] [[αντί]] [[αιώρα]] με δημώδη μονοφθογγική [[προφορά]] του <i>αιως ε</i>-].
|mltxt=[[ἐώρα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> δ. γρφ. του [[αἰώρα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἑῶραι</i><br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν της Ηριγόνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εώρα]] [[αντί]] [[αιώρα]] με δημώδη μονοφθογγική [[προφορά]] του <i>αιως ε</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐώρα:''' ἡ, ισοδ. [[τύπος]] του [[αἰώρα]], [[αιώρα]], [[κούνια]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐώρα Medium diacritics: ἐώρα Low diacritics: εώρα Capitals: ΕΩΡΑ
Transliteration A: eṓra Transliteration B: eōra Transliteration C: eora Beta Code: e)w/ra

English (LSJ)

   A v. αἰώρα, cf. Ael.Dion.Fr.23: pl., of a festival in honour of Erigone, Arist.Fr.515 (αἰ- codd.). ἐωρέω, = αἰωρέω, prob. in S. OC1084 (lyr.), cf. Hsch., Dosith.p.431 K. ἐώρημα, = αἰώρημα, Sch.Ar.Pax77. ἐωρίζεται· μετεωρίζεται, ἀναπατεῖ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1134] ἡ, = αἰώρα, die Schwebe, bei Soph. O. R. 1264, πλεκταῖς ἐώραις ἐμπεπλεγμένη, der Strick zum Erhenken; auch im plur., Ath. XIV, 618 f; vgl. Poll. 4, 55.

Greek (Liddell-Scott)

ἐώρα: ἡ, τύπος ἰσοδύναμος τῷ αἰώρα, ὃ ἴδε. ΙΙ. ἑορτή τις τῆς Ἠριγόνης ὡσαύτως καλουμένη καὶ ἀλῆτις, Ἀθήν. 618Ε· πρβλ. Ἑρμηνευτ. εἰς Πολυδ. Δ΄, 55, ἔνθα ἡ λ. γράφεται: αἰώρα.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
autre forme de αἰώρα, lacet.

Greek Monolingual

ἐώρα, ἡ (Α)
1. δ. γρφ. του αἰώρα
2. στον πληθ. αἱ ἑῶραι
γιορτή προς τιμήν της Ηριγόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εώρα αντί αιώρα με δημώδη μονοφθογγική προφορά του αιως ε-].

Greek Monotonic

ἐώρα: ἡ, ισοδ. τύπος του αἰώρα, αιώρα, κούνια, σε Σοφ.