ἑλετός: Difference between revisions

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑλετός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που μπορεί να συλληφθεί.
|mltxt=[[ἑλετός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που μπορεί να συλληφθεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑλετός:''' -ή, -όν ([[ἑλεῖν]]), αυτός που μπορεί να κυριευθεί, να συλληφθεί, να πληχθεί, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλετός Medium diacritics: ἑλετός Low diacritics: ελετός Capitals: ΕΛΕΤΟΣ
Transliteration A: heletós Transliteration B: heletos Transliteration C: eletos Beta Code: e(leto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἑλεῖν)

   A that can be taken or caught, Il.9.409, Max.Tyr. 18.3.    2 = αἱρετός, Procop.Pers.1.16.

German (Pape)

[Seite 795] sangbar, ergreifbar, Il. 9, 409.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλετός: -ή, -όν, (ἑλεῖν) ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ, ληπτός, Ἰλ. Ι. 409.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut prendre ou saisir.
Étymologie: adj. verb. de ἑλεῖν.

English (Autenrieth)

(ἑλεῖν): to be caught; ἀνδρὸς ψῦχὴ πάλιν ἐλθεῖν οὔτε λεϊστὴ οὔθ' ἑλετή, ‘the breath of life comes not back by plundering or capture,’ Il. 9.409†.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que puede ser apresado, que puede ser retenido y encerrado siempre c. negación ἀνδρὸς δὲ ψυχὴ πάλιν ἐλθεῖν οὔτε λεϊστὴ οὔθ' ἑλετή mas el alma del hombre ni puede ser forzada a volver ni puede ser retenida (una vez ha escapado del cerco de los dientes) Il.9.409, cf. Max.Tyr.12.3, τοῦτ' ἀγαθῶν μόνον ἔσται ἐλεύθερον, οὔτε καθεκτόν, οὔθ' ἑλετόν Gr.Naz.M.37.1266A.
2 fig. preferible, deseable c. dat. de pers. Ῥωμαίοις ἑλετὰ μὲν τὰ τῆς εἰρήνης Procop.Pers.1.16.7.

Greek Monolingual

ἑλετός, -ή, -όν (Α)
αυτός που μπορεί να συλληφθεί.

Greek Monotonic

ἑλετός: -ή, -όν (ἑλεῖν), αυτός που μπορεί να κυριευθεί, να συλληφθεί, να πληχθεί, σε Ομήρ. Ιλ.