ἔξοιδα: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔξοιδα]] (Α) [[οίδα]]<br />[[γνωρίζω]] καλά («[[πάντα]] δ' ἐξοιδὼς φράσω», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[ἔξοιδα]] (Α) [[οίδα]]<br />[[γνωρίζω]] καλά («[[πάντα]] δ' ἐξοιδὼς φράσω», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔξοιδα:''' -οισθα, παρακ. με [[σημασία]] ενεστ., υπερσ. [[ἐξῄδη]] ως παρατ., βʹ ενικ. <i>-ῄδησθα</i>· (βλ. *[[εἴδω]]),· [[γνωρίζω]] πλήρως, [[γνωρίζω]] [[καλά]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξοιδα Medium diacritics: ἔξοιδα Low diacritics: έξοιδα Capitals: ΕΞΟΙΔΑ
Transliteration A: éxoida Transliteration B: exoida Transliteration C: eksoida Beta Code: e)/coida

English (LSJ)

pf. in pres. sense, plpf. ἐξῄδη as impf., S.Ant.460, dub. in Tr.988 (lyr.): Ep. inf.

   A ἐξίδμεναι A.R.3.332:—know thoroughly, know well, S.OT129, E.Ph.95, etc.: with part. agreeing with the subject, ἔξοιδ' ἔχουσα S.Tr.5; ἔ. ἀνὴρ ὤν Id.OC567; with the object, ἔ. σε οὐ ψιλὸν ἥκοντα ib.1028, cf. Ph.79,407; ὑφ' ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδώς having learnt, Id.OT37: c. gen., ὧν γ' ἂν ἐξειδὼς κυρῶ, as if it were an Adj., Id.Tr.399: abs., Id.El.222 (lyr.), etc.

German (Pape)

[Seite 885] verstärktes simplex; ἔξοιδα καὶ φύσει σε μὴ πεφυκότα Soph. Phil. 79; ἔξοιδ' ἔχουσα Trach. 5, wie ἀνὴρ ὤν O. C. 573; ὅσον ἦν κέρδος 984; ὧν ἂν ἐξειδὼς κυρῶ Tr. 398; – ἐξίδμεναι Ap. Rh. 3, 332.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξοιδα: -οισθα, πρκμ. μετὰ σημ. ἐνεστ.: ὑπερσ. ἐξῄδη ὡς παρατ. Σοφ. Ἀντ. 460, β΄ ἑνικ. -ῄδησθα ὁ αὐτὸς Τρ. 898 (Cobet): (ἴδε * εἴδω): ― οἶδα, γινώσκω καλῶς, ἐπεὶ οὔτι θεῶν ἐκ θέσφατα ᾔδη Ἰλ. Ε. 64, οὕτω καὶ Σοφ., Εὐρ. καὶ μεταγεν. πεζογράφοι· μετὰ μετοχ. συμφωνούσης πρὸς τὸ ὑποκ., ἔξοιδ᾿ ἔχουσα Σοφ. Τρ. 5· ἐξ. ἀνὴρ ὢν ὁ αὐτὸς Ο. Κ. 567· πρὸς τὸ ἀντικείμενον, ἐξ. σε οὐ ψιλὸν ἥκοντα αὐτόθι 1028, πρβλ. Φιλοκ. 79, 407· ὑφ᾿ ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδώς, οὐδὲν μαθών, ὁ αὐτὸς Οἰδ. Τ. 37· μετὰ γεν., ὧν γ᾿ ἂν ἐξειδὼς κυρῶ, ὡς εἰ ἦν ἐπίθ., ὁ αὐτὸς Τρ. 299· ἀπολ., ὁ αὐτὸς ἐν Ἠλ. 222, κλ.

French (Bailly abrégé)

pf. au sens du prés., part. ἐξειδώς ; pqp. ἐξῄδη au sens de l’impf.
savoir parfaitement, acc. : ἔξοιδ’ ἀνὴρ ὤν SOPH je sais très bien que je suis homme ; ἔξοιδά σε οὐ ψιλὸν ἥκοντα SOPH je sais très bien que tu n’en es pas venu désarmé, càd sans aide, seul (à cet excès d’audace) ; ὑφ’ ἡμῶν οὐδὲν ἐξειδώς SOPH ne sachant rien par nous, n’ayant rien appris de nous.
Étymologie: ἐξ, οἶδα.

Greek Monolingual

ἔξοιδα (Α) οίδα
γνωρίζω καλά («πάντα δ' ἐξοιδὼς φράσω», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἔξοιδα: -οισθα, παρακ. με σημασία ενεστ., υπερσ. ἐξῄδη ως παρατ., βʹ ενικ. -ῄδησθα· (βλ. *εἴδω),· γνωρίζω πλήρως, γνωρίζω καλά, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.