ἰχθυσιληϊστήρ: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰχθυσιληϊστήρ]], ὁ (Α)<br />ο [[κλέφτης]] τών ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰχθύς]] (δοτ. <i>ἰχθύσι</i>;) <span style="color: red;">+</span> [[ληϊστήρ]] «[[κλέφτης]], [[ληστής]]»]. | |mltxt=[[ἰχθυσιληϊστήρ]], ὁ (Α)<br />ο [[κλέφτης]] τών ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰχθύς]] (δοτ. <i>ἰχθύσι</i>;) <span style="color: red;">+</span> [[ληϊστήρ]] «[[κλέφτης]], [[ληστής]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰχθῠσιληϊστήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[κλέφτης]] ψαριών, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A a stealer of fish, AP7.295 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1276] ῆρος, ὁ, s. ἰχθυοληϊστήρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθῠσιληϊστήρ: ῆρος, ὁ, κλέπτης τῶν ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 7. 295· κ. ἄλλως ἰχθυοληϊστήρ, ἀλλ’ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 687.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
destructeur de poissons.
Étymologie: ἰχθύς, ληΐζομαι.
Greek Monolingual
ἰχθυσιληϊστήρ, ὁ (Α)
ο κλέφτης τών ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθύς (δοτ. ἰχθύσι;) + ληϊστήρ «κλέφτης, ληστής»].
Greek Monotonic
ἰχθῠσιληϊστήρ: -ῆρος, ὁ, κλέφτης ψαριών, σε Ανθ.