ἄορ: Difference between revisions
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
(big3_5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[ἄορος]], τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἆορ Hes.<i>Sc</i>.221<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [para el acento v. Hdn.Gr.1.391; ᾰ en formas disílabas <i>Il</i>.14.385, 16.473, 21.173, <i>Od</i>.8.403, 10.333, 19.241, Hes.<i>Th</i>.283, <i>Sc</i>.457, Call.<i>Fr</i>.260; ᾱ en Hes.<i>Sc</i>.221 y en poetas tardíos; en formas trisílabas ᾰ <i>Il</i>.11.240, 16.115; ᾱ en <i>Il</i>.1.264, 10.484, <i>Od</i>.17.222]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. plu. masc. ἄορας <i>Od</i>.17.222]<br /><b class="num">1</b> [[espada]], [[ἄορ]] ὀξύ <i>Od</i>.10.321, 11.24, ἄ. φονίον E.<i>El</i>.476, Nonn.<i>D</i>.48.45, cf. Theoc.22.191<br /><b class="num">•</b>αἰτίζων ... οὐκ ἄορας <i>Od</i>.17.222, forma erróneamente interpretada como <i>mujeres</i> o <i>trípodes</i> por Eust.1818.5, cf. Hsch.s.u. ἄορες.<br /><b class="num">2</b> fig. de cualquier arma [[ἄορ]] τριγλώχις tridente</i> Call.<i>Del</i>.31<br /><b class="num">•</b>del [[cuerno]] del rinoceronte, Opp.<i>C</i>.2.553.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀείρω]].<br /><br />[[sin pájaros]], [[ἄορ]]· πέτρα ἐν τῇ Ἰνδικῇ ἐν ᾗ οὐ κάθηται ὄρνις διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν ὑπερύψηλον Zonar.115.18-19C., cf. [[Ἄορνις]], Ἄορνος. | |dgtxt=[[ἄορος]], τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἆορ Hes.<i>Sc</i>.221<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [para el acento v. Hdn.Gr.1.391; ᾰ en formas disílabas <i>Il</i>.14.385, 16.473, 21.173, <i>Od</i>.8.403, 10.333, 19.241, Hes.<i>Th</i>.283, <i>Sc</i>.457, Call.<i>Fr</i>.260; ᾱ en Hes.<i>Sc</i>.221 y en poetas tardíos; en formas trisílabas ᾰ <i>Il</i>.11.240, 16.115; ᾱ en <i>Il</i>.1.264, 10.484, <i>Od</i>.17.222]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. plu. masc. ἄορας <i>Od</i>.17.222]<br /><b class="num">1</b> [[espada]], [[ἄορ]] ὀξύ <i>Od</i>.10.321, 11.24, ἄ. φονίον E.<i>El</i>.476, Nonn.<i>D</i>.48.45, cf. Theoc.22.191<br /><b class="num">•</b>αἰτίζων ... οὐκ ἄορας <i>Od</i>.17.222, forma erróneamente interpretada como <i>mujeres</i> o <i>trípodes</i> por Eust.1818.5, cf. Hsch.s.u. ἄορες.<br /><b class="num">2</b> fig. de cualquier arma [[ἄορ]] τριγλώχις tridente</i> Call.<i>Del</i>.31<br /><b class="num">•</b>del [[cuerno]] del rinoceronte, Opp.<i>C</i>.2.553.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀείρω]].<br /><br />[[sin pájaros]], [[ἄορ]]· πέτρα ἐν τῇ Ἰνδικῇ ἐν ᾗ οὐ κάθηται ὄρνις διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν ὑπερύψηλον Zonar.115.18-19C., cf. [[Ἄορνις]], Ἄορνος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄορ:''' [[ἄορος]], τό ([[ἀείρω]]), [[ξίφος]] που κρέμεται από ειδική [[ζώνη]] (πρβλ. [[ἀορτήρ]]), [[ξίφος]] εν γένει, σε Όμηρ.· ο Όμηρ. χρησιμ. επίσης αιτ. πληθ. <i>ἄορας</i>. (<i>ᾰ</i> στον τύπο <i>ἄορ</i>· [[αλλά]] στις τρισύλλαβες πτώσεις επίσης <i>ᾱ</i>). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
or ἆορ, ἄορος, τό (on the accent see Hdn.Gr.1.391): (ἀείρω):— properly,
A hanger or sword hung in a belt (cf. ἀορτήρ), Od.11.24; synon. with ξίφος, 10.294, cf. 321.—The masc. acc. pl., οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας 17.222 (cf. Hsch.), is prob. f.l. for ἄορά γ'; Eust.1818.5 and the Scholl. ad loc. expl. ἄορας as = ὄαρας, women given as prizes (cf. ἀόρων· γυναικῶν, Hsch.), or = τρίποδας. 2 later, any weapon, ἄορ τριγλώχιν the trident, Call.Del.31; of the horn of the rhinoceros, Opp. C.2.553. [Hom. has ᾰ in dissyll. forms, as also Hes.Sc.457, Call. Hec.1.1.1; in the trisyll. forms, ᾰ Od.17.222, al., ᾱ Il.10.484, al. In Hes.Sc.221, and later Poets, ᾱ even in ἄορ, which must then be written ἆορ. Hes.Th.283 has ἄορ as monosyll., unless we read with Tricl. γένθ', ὁ δ' ἄορ χρύσειον . . .]
Greek (Liddell-Scott)
ἄορ: ἢ ἆορ, ἄορος, τό, πρβλ. Λοβ. Παράλλ. 204 (ἀείρω): ― κυρίως, ξίφος κρεμάμενον ἀπὸ ζώνης ἢ τελαμῶνος (πρβλ. ἀορτήρ), ξίφος συχν. Παρ’ Ὁμήρ., πρέπει δὲ νὰ ἦτο πλατὺ καὶ παχύ, ἐπειδὴ ὁ Ὀδυσσεὺς ἔσκαψε βόθρον δι’ αὐτοῦ, ἐγὼ δ’ ἄορ ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ βόθρον ὄρυξ’ Ὀδ. Λ. 24· ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Κ. 294, παραβαλλόμ. πρὸς 321, εἶναι συνώνυμον τῷ ξίφει. Ἐν. Ρ. 222 ἔχομεν ἀρσενικὴν αἰτ. πληθ., οὐκ ἄορας, οὐδε λέβητας, εἰς ὃ ἀναφερόμενος ὁ Ἡσύχ. λέγει «ἄορας, ξίφη, ἀρσενικῶς»· ἀλλ’ ὁ Εὐστ. καὶ οἱ Σχολ. ἐν τόπῳ ἀναφέρουσιν ὅτι πολλοὶ ἐκλαμβάνουσι τὸ ἐν λόγῳ ἄορας ὡς = ὄαρας, γυναῖκας διδομένας ὡς βραβεῖα, ἢ = τρίποδας, καθ’ Ἡσύχ. «ἄορες· γυναῖκες λέγονται καὶ τρίποδες». 2) μεταγεν., πᾶν ὅπλον, ἄορι τριγλώχινι τριαίνῃ Καλλ. εἰς Δῆλ. 31· περὶ τοῦ κέρατος τοῦ ῥινοκέρωτος, κέρας αἰνὸν ἀκαχμένον, ἄγριον ἄορ Ὀππ. Κ. 2. 553. ― Πρβλ. ὡσαύτως τὰς λέξ. ὅπλον, χρυσάωρ. [Ὁ Ὅμ. ἔχει ᾰ ἐν δισυλλάβοις πτώσεσιν, ὡς καὶ ὁ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. 457: ἐν δὲ τρισυλλάβοις πτώσεσιν ᾱ ἐν ἄρσει, ᾰ ἐν θέσει, π.χ. ἄορι θεινομένων Ἰλ. Κ. 484· ὃν τινα Τυδεΐδης ἄορι πλήξειε παραστὰς αὐτόθ. 489. Ἐν Ἡσ. Ἀσπ. 221 καὶ μεταγεν. ποιηταῖς ᾱ ἐν ἄρσει, ἔτι καὶ ἐν τῷ ἄορ παροξυτόνῳ ὅπερ τότε πρέπει νὰ γραφῇ ἆορ. Ἐν Ἡσ. Θ. 283 ὑπάρχει ἄορ ὡς μονοσύλ., ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν μετὰ τοῦ Göttl. Γένθ’, ὁ δ’ ἄορ χρύσειον].
French (Bailly abrégé)
c. ἆορ.
English (Autenrieth)
α<<><>>ορος (ἀείρω), neut., but acc. pl. ἄορας, Od. 17.222: sword, ‘hanger,’ suspended by the ἀορτήρ, the same as ξίφος, Od. 8.403, , Od. 10.294, 321. (See cut.)
Spanish (DGE)
ἄορος, τό
• Alolema(s): tb. ἆορ Hes.Sc.221
• Prosodia: [para el acento v. Hdn.Gr.1.391; ᾰ en formas disílabas Il.14.385, 16.473, 21.173, Od.8.403, 10.333, 19.241, Hes.Th.283, Sc.457, Call.Fr.260; ᾱ en Hes.Sc.221 y en poetas tardíos; en formas trisílabas ᾰ Il.11.240, 16.115; ᾱ en Il.1.264, 10.484, Od.17.222]
• Morfología: [ac. plu. masc. ἄορας Od.17.222]
1 espada, ἄορ ὀξύ Od.10.321, 11.24, ἄ. φονίον E.El.476, Nonn.D.48.45, cf. Theoc.22.191
•αἰτίζων ... οὐκ ἄορας Od.17.222, forma erróneamente interpretada como mujeres o trípodes por Eust.1818.5, cf. Hsch.s.u. ἄορες.
2 fig. de cualquier arma ἄορ τριγλώχις tridente Call.Del.31
•del cuerno del rinoceronte, Opp.C.2.553.
• Etimología: Cf. ἀείρω.
sin pájaros, ἄορ· πέτρα ἐν τῇ Ἰνδικῇ ἐν ᾗ οὐ κάθηται ὄρνις διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν ὑπερύψηλον Zonar.115.18-19C., cf. Ἄορνις, Ἄορνος.
Greek Monotonic
ἄορ: ἄορος, τό (ἀείρω), ξίφος που κρέμεται από ειδική ζώνη (πρβλ. ἀορτήρ), ξίφος εν γένει, σε Όμηρ.· ο Όμηρ. χρησιμ. επίσης αιτ. πληθ. ἄορας. (ᾰ στον τύπο ἄορ· αλλά στις τρισύλλαβες πτώσεις επίσης ᾱ).