ἀπαφίσκω: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπαφίσκω]] (Α)<br />[[εξαπατώ]]. | |mltxt=[[ἀπαφίσκω]] (Α)<br />[[εξαπατώ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπᾰφίσκω:''' μέλ. <i>-αφήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ήπᾰφον</i>· (<i>ἅπτομαι</i>, Λατ. palpare, [[ἁφή]])· όπως το [[ἀπατάω]], [[εξαπατώ]], [[παραπλανώ]], καταδολιεύω, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:21, 30 December 2018
English (LSJ)
A cheat, beguile, mostly in compos. with παρά and ἐξ:— of the simple word Hom. has only ἀπαφίσκει Od.11.217: aor. opt. ἀπάφοιτο in act. sense, 23.216:—later, ἀπάφῃ APl.4.108 (Jul.); ἀπαφών Opp.H.3.444; ἤπαφες, ἤπαφε, Q.S.3.49, Nonn.D.5.512: aor. 1 ἀπάφησε ib.8.129, Q.S.13.280, 2sg. ἀπάφησας 3.502.
German (Pape)
[Seite 283] = ἀπατάω, praes. Od. 11, 217; fut. ἀπαφήσω Strat. 12 (XII, 28); aor. ἤπαφον Diosc. 14 (VI, 126); med. in derselben Bdtg, ἀπάφοιτο Od. 23, 216; üblicher in compp., bes. ἐξαπ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰφίσκω: μέλλ. ἀπαφήσω: ἀόρ. ἀπήπᾰφον: - ὡς τὸ ἀπατάω, ἐξαπατῶ, δολιεύομαι, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ εὕρηται σύνθετον μετὰ τῆς παρὰ καὶ τῆς ἑξ: - ἐκ τοῦ ἁπλοῦ ῥήματος ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἀπαφίσκει Ὀδ. Λ. 217 καὶ τὸ ἤπαφε Ξ. 488· μεταγεν. ἀπάφῃ Ἀνθ. Πλαν. 4. 108· ἀπαφὼν (οὕτως ἀναγνωστέον) Ὀππ. Ἀλ. 3. 444· εὐκτ. μέσ. ἀορ. ἀπάφοιτο μετ’ ἐνεργ. σημασ., ὁ αὐτ. 23. 216· (ἐκ τοῦ ἅπτω (palpare ψηλαφῶ, ψήχω, θωπεύω), ἀφή· ἴσως ὡσαύτως συγγενὲς τῷ ἀπάτη, ἀπατάω).
French (Bailly abrégé)
f. ἀπαφήσω, ao. ἀπάφησα, ao.2 ἤπαφον;
tromper, décevoir;
Moy. seul. opt. ao.2, 3ᵉ sg. ἀπάφοιτο) m. sign.
Étymologie: ἀπό, ἅπτω ou pê ἁφάω.
English (Autenrieth)
aor. 2 ἤπαφε, mid. opt. ἀπάφοιτο: delude, beguile, Od. 11.217 and Od. 23.216.
Spanish (DGE)
(ἀπᾰφίσκω)
• Morfología: [aor. ind. ἤπαφεν Nosti 8, cf. Nonn.D.5.512, ἀπάφησεν Q.S.3.502, Nonn.D.8.129, subj. ἀπάφῃ AP 16.108 (Iul.), part. ἀπαφών Opp.H.3.444]
1 pres. tener la intención de engañar οὔ τί σε Περσεφόνεια ... ἀπαφίσκει Od.11.217, cf. Corn.ND 24.
2 aor. engañar, seducir c. ac. de pers. o cosa δῶρα γὰρ ἀνθρώπων νοῦν ἤπαφεν Nosti l.c., μηδέ σε ἀπάφῃ AP l.c., μιν A.R.3.130, ἀκοίτην Nonn.D.8.129, με Q.S.3.49, 13.280, ἐμὸν νόον ἤπαφε φήμη Nonn.D.5.512
•en v. med. mismo sent. μή τίς με βροτῶν ἀπάφοιτο ἔπεσσιν Od.23.216.
• Etimología: Etim. desconocida. Se ha relacionado con ἅπτω, q.u.; más recientemente con ἀποφώλιος.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀπᾰφίσκω: μέλ. -αφήσω, αόρ. βʹ -ήπᾰφον· (ἅπτομαι, Λατ. palpare, ἁφή)· όπως το ἀπατάω, εξαπατώ, παραπλανώ, καταδολιεύω, σε Ομήρ. Οδ.