ἀπαυθαδίζομαι: Difference between revisions
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
(big3_5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[atreverse a hacer]], [[realizar osadamente]] ὅπερ ᾤμην πλαστικὴν ἀπαυθαδιεῖσθαι μόνην Philostr.<i>Im</i>.1.10, τοιοῦτόν τι <i>POxy</i>.2182.15 (II d.C.), σμικρόν τι Them.<i>Or</i>.23.290c, δειλίαν δὲ οὕτω τῷ ἀνθρώπῳ καὶ καταστροφὴν ἀπαυθαδισαμένη Procop.<i>Goth</i>.4.32.29.<br /><b class="num">2</b> intr. [[ser demasiado osado, descarado, insolente]] Pl.<i>Ap</i>.37a, Ph.2.441, <i>BGU</i> 195.13, Plu.2.766c, 250b, μέχρι παντός I.<i>BI</i> 3.179, Them.<i>Or</i>.10.131d, 135a. | |dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[atreverse a hacer]], [[realizar osadamente]] ὅπερ ᾤμην πλαστικὴν ἀπαυθαδιεῖσθαι μόνην Philostr.<i>Im</i>.1.10, τοιοῦτόν τι <i>POxy</i>.2182.15 (II d.C.), σμικρόν τι Them.<i>Or</i>.23.290c, δειλίαν δὲ οὕτω τῷ ἀνθρώπῳ καὶ καταστροφὴν ἀπαυθαδισαμένη Procop.<i>Goth</i>.4.32.29.<br /><b class="num">2</b> intr. [[ser demasiado osado, descarado, insolente]] Pl.<i>Ap</i>.37a, Ph.2.441, <i>BGU</i> 195.13, Plu.2.766c, 250b, μέχρι παντός I.<i>BI</i> 3.179, Them.<i>Or</i>.10.131d, 135a. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπαυθᾱδίζομαι:''' μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.· [[μιλώ]] ή [[ενεργώ]] παράτολμα, με [[θράσος]], [[μιλώ]] με [[παρρησία]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:23, 30 December 2018
English (LSJ)
A speak or act boldly, Pl.Ap.37a; freq. in late Prose, in bad sense, Ph.2.441; μέχρι παντός J.BJ3.7.11, cf. Plu.2.766c, Them.Or.10.131d,135a, 23.290c.
German (Pape)
[Seite 282] dreist reden, Plat. Ap. 37 a, handeln, τί, etwas wagen, Sp., s. Lob. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαυθᾱδίζομαι: ἀποθ. ὁμιλῶ ἢ ἐνεργῶ παρατόλμως, μετὰ θράσους, Πλάτ. Ἀπολ. 37A· συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, ἴδε Λοβ. Φρύν. 66. Ο τύπος ἀπαυθαδιάζομαι ἀπαντᾷ ἐν τῷ αόρ. παρὰ Ἰωσήπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 3. 7, 11· καὶ ἐνιαχοῦ ἐν χειρογρ., ὡς ἐν Θεμιστ. 131D. 135A· ἀλλ’ ἀπαυθαδίσασθαι 290C. Τὸ ἐνεργ. ἀπαυθαδιάζοντες· «μεγαλοφρονοῦντες», εὕρηται ἐν Α. Β. 419, καὶ ἐν Σουΐδ., τὸ δέ, ἀπαυθαδέω παρὰ Νικήτα ἐν Χρον. 13. 1, σ. 501, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. καὶ Θωμ. Μάγ. σ. 84.
French (Bailly abrégé)
être arrogant ou présomptueux.
Étymologie: ἀπό, αὐθαδίζομαι.
Spanish (DGE)
1 tr. atreverse a hacer, realizar osadamente ὅπερ ᾤμην πλαστικὴν ἀπαυθαδιεῖσθαι μόνην Philostr.Im.1.10, τοιοῦτόν τι POxy.2182.15 (II d.C.), σμικρόν τι Them.Or.23.290c, δειλίαν δὲ οὕτω τῷ ἀνθρώπῳ καὶ καταστροφὴν ἀπαυθαδισαμένη Procop.Goth.4.32.29.
2 intr. ser demasiado osado, descarado, insolente Pl.Ap.37a, Ph.2.441, BGU 195.13, Plu.2.766c, 250b, μέχρι παντός I.BI 3.179, Them.Or.10.131d, 135a.
Greek Monotonic
ἀπαυθᾱδίζομαι: μέλ. -ιοῦμαι, αποθ.· μιλώ ή ενεργώ παράτολμα, με θράσος, μιλώ με παρρησία, σε Πλάτ.