ἀπαρηγόρητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπαρηγόρητος]], -ον)<br />αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασυγκράτητος]], [[αχόρταγος]]<br /><b>2.</b> [[αχαλιναγώγητος]], [[ανυπότακτος]]<br /><b>3.</b> [[αδυσώπητος]] («[[ἀπαρηγόρητος]] ἀνθρώποις [[ἔρως]]», Μέν.)
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπαρηγόρητος]], -ον)<br />αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασυγκράτητος]], [[αχόρταγος]]<br /><b>2.</b> [[αχαλιναγώγητος]], [[ανυπότακτος]]<br /><b>3.</b> [[αδυσώπητος]] («[[ἀπαρηγόρητος]] ἀνθρώποις [[ἔρως]]», Μέν.)
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαρηγόρητος:''' -ον ([[παρηγορέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν είναι δυνατόν να παρηγορηθεί, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν είναι δυνατόν να νουθετηθεί ή να ελεγχθεί, να κυβερνηθεί, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρηγόρητος Medium diacritics: ἀπαρηγόρητος Low diacritics: απαρηγόρητος Capitals: ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: aparēgórētos Transliteration B: aparēgorētos Transliteration C: aparigoritos Beta Code: a)parhgo/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A unconsoled, Plu.Dem.22; admitting of no consolation, συμφορά J.AJ7.6.1.    II not to be controlled, Men.798, Plu.Mar.2, Ant.6; inexorable, Hp.Decent.4. Adv. -τως inflexibly, Ph.2.196.

German (Pape)

[Seite 280] nicht zuzureden, untröstlich, Ios.; Plut., bei dem es oft auch unersättlich ist, πλεονεξίαι Mar. 2; ἔρως ἀρχῆς Ant. 6; Men. Stob. flor. 64, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρηγόρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Πλουτ. Δημοσθ. 22, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 7, 6, 1. ΙΙ. ἀκυβέρνητος, ἀνυπότακτος, μόνος ἔστ’ ἀπαρηγόρητον ἀνθρώποις ἔρως Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 196, ἀκατάσχετος, Πλουτ. Μάριος 2, Ἀντών. 6: - Ἐπίρρ. -τως, ἀκάμπτως, Φίλων 2. 196, 42.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 que l’on ne peut satisfaire, insatiable;
2 inconsolable.
Étymologie: ἀ, παρηγορέω.

Spanish (DGE)

-ον
I inconsolado ἀ. ἐν τῷ πάθει κείμενον Plu.Dem.22.
II 1que no tiene consuelo, que no admite paliativos, desolador θανάτου φόβος Epicur. en Plu.2.1107a, συμφορά I.AI 7.118, αἰσχύνη Basil.M.31.1400D.
2 inexorable, inapelable τοιαύτη ἡ πρόρρησις ἀπαρηγόρητον ἐς ξύνεσιν ὁμογενέσιν Hp.Decent.4.
III que no hace caso, indócil, ingobernable Ἔρως Men.Fr.569, Plu.Ant.6, cf. Mar.2.
IV adv. -ως inconsolablemente Nil.M.79.196B.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπαρηγόρητος, -ον)
αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει κάποιος
αρχ.
1. ασυγκράτητος, αχόρταγος
2. αχαλιναγώγητος, ανυπότακτος
3. αδυσώπητοςἀπαρηγόρητος ἀνθρώποις ἔρως», Μέν.)

Greek Monotonic

ἀπαρηγόρητος: -ον (παρηγορέω),
I. αυτός που δεν είναι δυνατόν να παρηγορηθεί, σε Πλούτ.
II. αυτός που δεν είναι δυνατόν να νουθετηθεί ή να ελεγχθεί, να κυβερνηθεί, στον ίδ.