ἀποβάθρα: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀπόβαθρα, τα (Α)<br />θυσίες που γίνονταν [[κατά]] την [[αποβίβαση]] από τα πλοία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> πληθ. του [[βάθρον]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]].
|mltxt=ἀπόβαθρα, τα (Α)<br />θυσίες που γίνονταν [[κατά]] την [[αποβίβαση]] από τα πλοία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> πληθ. του [[βάθρον]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποβάθρα:''' Ιων. -βάθρη, ἡ, [[σκάλα]] που χρησιμεύει στην [[αποβίβαση]] των επιβατών από το [[πλοίο]], [[δίοδος]] στις [[δύο]] πλευρές [[κάτω]] από το [[κατάστρωμα]] του πλοίου, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβάθρα Medium diacritics: ἀποβάθρα Low diacritics: αποβάθρα Capitals: ΑΠΟΒΑΘΡΑ
Transliteration A: apobáthra Transliteration B: apobathra Transliteration C: apovathra Beta Code: a)poba/qra

English (LSJ)

Ion. ἀποβάθρη, ἡ,

   A ladder for disembarking, gangway, Hdt.9.98, Th.4.12, Luc.DMort.10.1.    II = λάσανον 1, Suid.
ἀπόβαθρα, τά,

   A sacrifices on disembarkation, D.C.40.18; perh. to be read in S.Fr.415.

German (Pape)

[Seite 296] ἡ, Leiter zum Herabsteigen, bes. vom Schiffe; Phrynich. B.A. 12 ἡ τῆς νεὼς ἔκβασις, δι' ἧς εἴσιμεν καὶ ἔξιμεν; Her. 9, 98 Thuc. 4, 12 Luc. Tox. 20; Hesych. u. B. A. p. 426 ἀποβάθρα, = ἀποβατήρια; Soph. frg. 364 vielleicht ἀπόβαθρα, das Landungsopfer.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβάθρα: Ἰων. –βάθρη, ἡ, σανὶς τιθεμένη ἀπὸ τοῦ πλοίου μέχρι τῆς ξηρᾶς πρὸς ἔξοδον καὶ εἴσοδον, «σκάλα», «ἡ τῆς νεὼς ἔκβασις, δι’ ἧς εἴσιμέν τε καὶ ἔξιμεν» Α. Β. 12, 31, «ἀποβατηρία, κλῖμαξ νεὼς» Ἡσύχ. Ἡρόδ. 9. 98, Σοφ. Ἀποσπ. 364, Θουκ. 4. 12. ΙΙ. κατὰ Σουΐδ., = λάσανον Ι.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
échelle de débarquement ou d’embarquement.
Étymologie: ἀποβαίνω.

Greek Monolingual

η (AM ἀποβάθρα)
σανίδα ή κινητή σκάλα που χρησιμεύει για την επιβίβαση ή αποβίβαση των επιβατών των πλοίων
νεοελλ.
χώρος με διαμόρφωση κατάλληλη για την επιβίβαση ή αποβίβαση ανθρώπων ή εμπορευμάτων σε πλοία και σιδηροδρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + βάθρα (η), παράλληλος τ. του βάθρον < βαίνω].

Greek Monolingual

ἀπόβαθρα, τα (Α)
θυσίες που γίνονταν κατά την αποβίβαση από τα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + πληθ. του βάθρον < βαίνω].

Greek Monotonic

ἀποβάθρα: Ιων. -βάθρη, ἡ, σκάλα που χρησιμεύει στην αποβίβαση των επιβατών από το πλοίο, δίοδος στις δύο πλευρές κάτω από το κατάστρωμα του πλοίου, σε Ηρόδ., Θουκ.