ἀόργητος: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀόργητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[οργή]], που δεν μπορεί να οργιστεί<br /><b>2.</b> όποιος συγκρατεί την [[οργή]] του, [[ψύχραιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>οργητος</i>, [[εκτεταμένος]] τ. του -<i>οργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οργή]]), [[κατά]] το [[άνοος]] -[[ανόητος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσόργητος]] <b>κ.λπ.</b>)]. | |mltxt=[[ἀόργητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[οργή]], που δεν μπορεί να οργιστεί<br /><b>2.</b> όποιος συγκρατεί την [[οργή]] του, [[ψύχραιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>οργητος</i>, [[εκτεταμένος]] τ. του -<i>οργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οργή]]), [[κατά]] το [[άνοος]] -[[ανόητος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσόργητος]] <b>κ.λπ.</b>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀόργητος:''' -ον ([[ὀργή]]), αυτός που δεν είναι δυνατόν να καταληφθεί από [[οργή]], [[πράος]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not irascible, Arist.EN1108a8:—in good sense, Phld.Ir.p.71 W., Plu.2.10c, Luc.Herm.12, Aret.CD1.4, etc. Adv. -τως Phld. Lib.p.7 O., Arr.Epict.3.18.6, Hierocl. in CA12p.447M.
German (Pape)
[Seite 272] der nicht in Zorn geräth, Ggstz von ὀργίλος, Arist. Eth. Nic. 2, 7 Luc. Pisc. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀόργητος: -ον, ὁ μὴ ὀργιζόμενος, ὁ μὴ ἔχων ὀργήν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 10: ― Ἐπὶ καλῆς σημασ., Πλούτ. 2. 10Β, κτλ. ― Ἐπίρρ. -της Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 18, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 indifférent;
2 doux, calme.
Étymologie: ἀ, ὀργάω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1indiferente, que no se apasiona por nada ὁ δ' ἐλλείπων ἀόργητός τις Arist.EN 1108a8.
2 que no se enfurece, no irascible τις ὢν ἀόργητος Phld.Ir.71, ἀνήρ Luc.Herm.12, del sabio estoico, Chrysipp.Stoic.3.110, de Dios, 1Ep.Clem.19.3, cf. Luc.Pisc.34, Ep.Diog.8.8, Aret.CD 1.4.11.
II subst. τὸ ἀ. mansedumbre τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ Plu.2.10b, cf. M.Ant.1.1, Arr.Epict.3.20.9.
III adv. -ως sin enfurecerse, mansamente ἀπολογηθῆναι ... ἀ. Arr.Epict.3.18.6, ἀ. ἀκούοντας Hierocl.in CA 12.5, cf. Luc.Demon.51.
Greek Monolingual
ἀόργητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει οργή, που δεν μπορεί να οργιστεί
2. όποιος συγκρατεί την οργή του, ψύχραιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -οργητος, εκτεταμένος τ. του -οργος (< οργή), κατά το άνοος -ανόητος (πρβλ. δυσόργητος κ.λπ.)].
Greek Monotonic
ἀόργητος: -ον (ὀργή), αυτός που δεν είναι δυνατόν να καταληφθεί από οργή, πράος, σε Αριστ.