ἀποδημητικός: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀποδημητικός]], -ή, -όν) [[αποδημώ]]<br />αυτός που [[συχνά]] αποδημεί, ο [[μεταναστευτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />«ἀποδημητικά πτηνά» — τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει<br /><b>2.</b> [[θνητός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀποδημητικός]], -ή, -όν) [[αποδημώ]]<br />αυτός που [[συχνά]] αποδημεί, ο [[μεταναστευτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />«ἀποδημητικά πτηνά» — τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει<br /><b>2.</b> [[θνητός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδημητικός:''' -ή, -όν, αυτός που αρέσκεται στο να ταξιδεύει· [[παράστασις]] ἀποδημητική, [[εξορία]] στα [[ξένα]], δηλ. [[εξοστρακισμός]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδημητικός Medium diacritics: ἀποδημητικός Low diacritics: αποδημητικός Capitals: ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apodēmētikós Transliteration B: apodēmētikos Transliteration C: apodimitikos Beta Code: a)podhmhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fond of wandering or travelling, Dicaearch.1.9, Vett.Val. 98.7; παράστασις ἀ. banishment to foreign parts, of ostracism, Arist. Pol.1308b19: metaph., migratory, i.e. mortal, Arr.Epict.3.24.4, cf. ib.60,105.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδημητικός: -ή, -όν, ἀγαπῶν τὰς ἀποδημίας, τὰ ταξείδια, Δικαίαρχ. 1. 9· εἰ δὲ μὴ ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις αὐτῶν, εἰ δὲ μὴ νὰ ἐξοστρακίζωνται εἰς ξένην χώραν, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 12: μεταφ., διαβατικός, ὅ ἐ. Θνητός, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 4· πρβλ. αὐτόθι 60 καὶ 105.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui voyage à l’étranger;
2 qui émigre (de ce monde dans l’autre), mortel.
Étymologie: ἀποδημέω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 relativo a uno aficionado a los viajes ἀποδημητικῆς ... οὔσης τῆς γενέσεως Vett.Val.98.6, cf. Ps.Dicaearch.1.9.
2 fuera del propio país παράστασις Arist.Pol.1308b19.
3 migratorio de los peces, Basil.M.29.156C
fig. mortal de un hombre, Arr.Epict.3.24.4, cf. 60, 105.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀποδημητικός, -ή, -όν) αποδημώ
αυτός που συχνά αποδημεί, ο μεταναστευτικός
νεοελλ.
«ἀποδημητικά πτηνά» — τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν
αρχ.
1. αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει
2. θνητός.

Greek Monotonic

ἀποδημητικός: -ή, -όν, αυτός που αρέσκεται στο να ταξιδεύει· παράστασις ἀποδημητική, εξορία στα ξένα, δηλ. εξοστρακισμός, σε Αριστ.