ἀπόκνησις: Difference between revisions
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπόκνησις]], η (Α) [[αποκναίω]]<br />[[δισταγμός]] για [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἀπόκνησις]], η (Α) [[αποκναίω]]<br />[[δισταγμός]] για [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπόκνησις:''' -εως, ἡ, [[αποφυγή]] κάποιου πράγματος λόγω δειλίας ή οκνηρίας, με γεν., σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A shrinking from, στρατειῶν Th. 1.99; ἀ. πρὸς τοὺς πολιτικοὺς ἀγῶνας Plu.2.783b.
German (Pape)
[Seite 307] ἡ, Zögerung aus Furcht, Thuc. 1, 99.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκνησις: -εως, ἡ, ἀποφυγή, ἀποχὴ ἕνεκα ὄκνου, φόβου, ἀπ..., στρατειῶν Θουκ. 1. 99· ἀπ. πρός τι Πλούτ. 2. 783Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
refus ou hésitation par faiblesse ou par crainte.
Étymologie: ἀποκνέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de retroceder, titubeo, indecisión ἀ. τῶν στρατειῶν Th.1.99, πρὸς τοὺς πολιτικοὺς ἀγῶνας Plu.2.783b.
Greek Monolingual
ἀπόκνησις, η (Α) αποκναίω
δισταγμός για κάτι.
Greek Monotonic
ἀπόκνησις: -εως, ἡ, αποφυγή κάποιου πράγματος λόγω δειλίας ή οκνηρίας, με γεν., σε Θουκ.