ὁμόσιτος: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόσιτος]], -ον)<br />αυτός που τρώει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] στο ίδιο [[τραπέζι]], [[ομοτράπεζος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σῖτος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>σιτος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόσιτος]], -ον)<br />αυτός που τρώει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] στο ίδιο [[τραπέζι]], [[ομοτράπεζος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σῖτος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>σιτος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόσῑτος:''' -ον, αυτός που τρώει μαζί με κάποιον, [[μετά]] τινος, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόσῑτος Medium diacritics: ὁμόσιτος Low diacritics: ομόσιτος Capitals: ΟΜΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: homósitos Transliteration B: homositos Transliteration C: omositos Beta Code: o(mo/sitos

English (LSJ)

ον,

   A eating together, μετά τινος Id.7.119, Plu.2.643d.

German (Pape)

[Seite 340] zusammen, mit Einem essend, μετά τινος, Her. 7, 119; Hesych. erkl. es durch ὁμοτράπεζος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόσῑτος: -ον, ὁ τρώγων ὁμοῦ, συντρώγων, μετά τινος Ἡρόδ. 7. 119, Πλούτ. 2. 643D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange avec.
Étymologie: ὁμός, σῖτος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόσιτος, -ον)
αυτός που τρώει μαζί με κάποιον άλλο στο ίδιο τραπέζι, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + σῖτος (πρβλ. ολιγό-σιτος)].

Greek Monotonic

ὁμόσῑτος: -ον, αυτός που τρώει μαζί με κάποιον, μετά τινος, σε Ηρόδ.