βλαψίφρων: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βλαψίφρων]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[φρενοβλάβεια]]<br /><b>2.</b> ο [[φρενοβλαβής]].
|mltxt=[[βλαψίφρων]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[φρενοβλάβεια]]<br /><b>2.</b> ο [[φρενοβλαβής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βλαψίφρων:''' -ον ([[φρήν]]), [[φρενοβλαβής]], [[τρελός]], [[έξαλλος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλαψίφρων Medium diacritics: βλαψίφρων Low diacritics: βλαψίφρων Capitals: ΒΛΑΨΙΦΡΩΝ
Transliteration A: blapsíphrōn Transliteration B: blapsiphrōn Transliteration C: vlapsifron Beta Code: blayi/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)

   A maddening, φάρμακα Euph.14.2; ἄτη Tryph.411, cf. Orph.H.77.3, etc.    II = φρενοβλαβής, A.Th.725.

German (Pape)

[Seite 448] ον, 1) am Verstande beschädigt, wie φρενοβλαβής, Aesch. Spt. 707. – 2) den Verstand verletzend, φάρμακα Euphor. frg. 8; ἄτη Tryphiod. 411; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βλαψίφρων: -ον, (φρὴν) ἐπιφέρων παραφροσύνην, φάρμακα Εὔφορ. Ἀποσπ. 10· ἄτη Τρυφ. 411, Ὀρφ., κτλ. ΙΙ. = φρενοβλαβής, Αἰσχ. Θήβ. 726. ― Ἴδε Κόντ. ἐν Ἀθηναίῳ 6, 327.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
dont la raison est atteinte, insensé.
Étymologie: βλάπτω, φρήν.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. de mente dañada τελέσαι τὰς περιθύμους κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος A.Th.725.
2 de cosas y abstr. que daña la mente, que hace enloquecer πόνοι CEG 103.7 (Ática V/IV a.C.), μανία CEG 656.2 (Sición IV a.C.), φάρμακα Euph.14, ἄτη Triph.411, λήθη Orph.H.77.3.

Greek Monolingual

βλαψίφρων, ο (Α)
1. αυτός που προκαλεί φρενοβλάβεια
2. ο φρενοβλαβής.

Greek Monotonic

βλαψίφρων: -ον (φρήν), φρενοβλαβής, τρελός, έξαλλος, σε Αισχύλ.