παρεσθίω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τρώγω]] και [[κάτι]] [[άλλο]] [[εκτός]] από την [[κυρίως]] [[τροφή]]<br /><b>2.</b> [[αποσπώ]] με [[δάγκωμα]], [[τρώγω]] [[μέρος]] από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) τρέφομαι πνευματικώς, μορφώνομαι<br />β) [[σκώπτω]], [[πειράζω]] κάποιον, [[είμαι]] [[δηκτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐσθίω]] «[[τρώω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τρώγω]] και [[κάτι]] [[άλλο]] [[εκτός]] από την [[κυρίως]] [[τροφή]]<br /><b>2.</b> [[αποσπώ]] με [[δάγκωμα]], [[τρώγω]] [[μέρος]] από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) τρέφομαι πνευματικώς, μορφώνομαι<br />β) [[σκώπτω]], [[πειράζω]] κάποιον, [[είμαι]] [[δηκτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐσθίω]] «[[τρώω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρεσθίω:''' μέλ. <i>-έδομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έφᾰγον</i>, απαρ. <i>-φᾰγεῖν</i>· [[τρώω]] ή [[δαγκώνω]] ένα [[πράγμα]] με [[λαιμαργία]], με γεν., σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεσθίω Medium diacritics: παρεσθίω Low diacritics: παρεσθίω Capitals: ΠΑΡΕΣΘΙΩ
Transliteration A: paresthíō Transliteration B: paresthiō Transliteration C: paresthio Beta Code: paresqi/w

English (LSJ)

   A eat besides, Hp.Dent.16.    IIgnaw or nibble at, c. gen., ὥσπερ θύρας . . τῶν λογίων Ar.Eq.1026 ; μαθημάτων Jul.Gal. 229c.    2metaph., carp, sneer at, c. acc., D.L.2.66.

German (Pape)

[Seite 518] (s. ἐσθίω), daneben, zugleich essen, Hippocr. u. Sp.; – benaschen, τινός, Ar. Equ. 1026.

Greek (Liddell-Scott)

παρεσθίω: μέλλ. -έδομαι: ἀόρ. -έφᾰγον, ἀπαρ. -φᾰγεῖν· -ἐσθίω τι προσέτι, τὰ παρεσθίοντα ἐν τῷ θηλάζειν ῥᾷον φέρει ἀπογαλακτισμὸν Ἱππ. 267. 38. ΙΙ. τρώγω ἢ δάκνων ἀποσπῶ μέρος ἔκ τινος, μετὰ γεν., ἀλλ’ ὁ κύων ὁδὶ ὥσπερ θύρας σοῦ τῶν λογίων παρεσθίει Ἀριστοφ. Ἱππ. 1026. -ἐντεῦθεν, ψέγω, σκώπτω τινά, Λατ. rodere, μετ’ αἰτ., Διογ. Λ. 2. 66.

French (Bailly abrégé)

1 manger en outre ou en même temps;
2 ronger, gén..
Étymologie: παρά, ἐσθίω.

Greek Monolingual

Α
1. τρώγω και κάτι άλλο εκτός από την κυρίως τροφή
2. αποσπώ με δάγκωμα, τρώγω μέρος από κάτι
3. μτφ. α) τρέφομαι πνευματικώς, μορφώνομαι
β) σκώπτω, πειράζω κάποιον, είμαι δηκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐσθίω «τρώω»].

Greek Monotonic

παρεσθίω: μέλ. -έδομαι, αόρ. βʹ -έφᾰγον, απαρ. -φᾰγεῖν· τρώω ή δαγκώνω ένα πράγμα με λαιμαργία, με γεν., σε Αριστοφ.