ἀρίθμημα: Difference between revisions
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἀρίθμημα]]) [[αριθμώ]]<br />[[αρίθμηση]]. | |mltxt=το (Α [[ἀρίθμημα]]) [[αριθμώ]]<br />[[αρίθμηση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρίθμημα:''' -ατος, τό, [[υπολογισμός]], [[αριθμός]], [[αρίθμηση]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A reckoning, number, τῶν πάλων A.Eu.753; ἡμέρα ἀ. αἰώνιον Secund.Sent.4.
German (Pape)
[Seite 351] τό, die Zahl, Aesch. Eum. 723.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρίθμημα: τό, ἀρίθμησις, τῶν πάλων Αἰσχύλ. Εὐμ. 753.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
compte.
Étymologie: ἀριθμέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
número τῶν πάλων A.Eu.753, cf. Eust.Op.317.40.
Greek Monolingual
το (Α ἀρίθμημα) αριθμώ
αρίθμηση.
Greek Monotonic
ἀρίθμημα: -ατος, τό, υπολογισμός, αριθμός, αρίθμηση, σε Αισχύλ.