ἀσύμβατος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσύμβατος]] και αττ. ἀξύμβατος, -ον) [[συμβαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρακτηρισμός]] βιολογικού στοιχείου σε συσχετισμό [[προς]] ορισμένο οργανισμό, στον οποίο αν χορηγηθεί, οδηγεί σε ανεπιθύμητες αντιδράσεις<br /><b>2.</b> «ασύμβατες ευθείες» — στην ευκλείδεια [[γεωμετρία]], οι ευθείες που δεν [[είναι]] παράλληλες και δεν τέμνονται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν συμβιβάζεται ή που δεν μπορεί να συνυπάρξει με άλλον<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν οδηγεί σε συμβιβασμό ή [[συμφωνία]]<br /><b>3.</b> (για [[τραύμα]]) που δύσκολα θεραπεύεται.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσύμβατος]] και αττ. ἀξύμβατος, -ον) [[συμβαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρακτηρισμός]] βιολογικού στοιχείου σε συσχετισμό [[προς]] ορισμένο οργανισμό, στον οποίο αν χορηγηθεί, οδηγεί σε ανεπιθύμητες αντιδράσεις<br /><b>2.</b> «ασύμβατες ευθείες» — στην ευκλείδεια [[γεωμετρία]], οι ευθείες που δεν [[είναι]] παράλληλες και δεν τέμνονται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν συμβιβάζεται ή που δεν μπορεί να συνυπάρξει με άλλον<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν οδηγεί σε συμβιβασμό ή [[συμφωνία]]<br /><b>3.</b> (για [[τραύμα]]) που δύσκολα θεραπεύεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσύμβᾰτος:''' αρχ. Αττ. ἀ-ξύμβατος, -ον ([[συμβαίνω]]), αυτός που δεν έρχεται σε συμβιβασμό, σε Θουκ.· επίρρ., <i>-τως ἔχειν</i>, είμαι [[αδιάλλακτος]], [[ασυμβίβαστος]], σε Σοφ.
}}
}}