ἀτμίζω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀτμίζω]])<br />[[αναδίδω]] ατμό, [[αχνίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />εξατμίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ατμός]] ή <span style="color: red;"><</span> <i>ατμίς</i>].
|mltxt=(AM [[ἀτμίζω]])<br />[[αναδίδω]] ατμό, [[αχνίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />εξατμίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ατμός]] ή <span style="color: red;"><</span> <i>ατμίς</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτμίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, παρακ. <i>ἤτμικα</i>· ([[ἀτμός]])· [[καπνίζω]], σε Σοφ.· λέγεται για το [[νερό]], [[βγάζω]] ατμούς, [[αχνίζω]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτμίζω Medium diacritics: ἀτμίζω Low diacritics: ατμίζω Capitals: ΑΤΜΙΖΩ
Transliteration A: atmízō Transliteration B: atmizō Transliteration C: atmizo Beta Code: a)tmi/zw

English (LSJ)

pf.

   A ἤτμικα Arist.Pr.930b36:—smoke, βωμὸς ἀτμίζων πυρί S.Fr.370; of water, steam, X.An.4.5.15: generally, emit vapour, of hot meat, ἥδιστον ἀ. Pherecr.108.15 codd. Ath. (ἀπατμ- edd.); of perspiration, interpol. post Hp.Prog.6; of fresh-burnt tiles, Arist.Mete. 383a24, cf. 388b32.    II to be vaporized, ib.349b23,358b16,al.

German (Pape)

[Seite 387] dampfen, βωμὸς ἀτμίζων πυρί Soph. frg. 340; von einer heißen Quelle, Xen. An. 4, 5, 15; von gekochten Speisen, duften, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 a; Arist. Meteor. 1, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτμίζω: μέλλ. -ίσω, πρκμ. ἤτμικα Ἀριστ. Προβλ. 22. 9: ― καπνίζω, βωμός ἀτμίζων πυρὶ Σοφ. Ἀποσπ. 340· ἐπὶ ὕδατος, ἐκπέμπω ἀτμόν, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 15· καθόλου, ἐκπέμπω ἀτμούς, «ἀτμίζω», ἐπὶ θερμοῦ κρέατος, ἥδιστον ἀτμ. Φερεκρ. ἐν Μεταλλεῦσι 1. 15· ― ἐπὶ τοῦ ἱδρῶτος, Ἱππ. Προγν. 38· ἐπὶ νεωστὶ ὠπτημένων πλίνθων, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 7, πρβλ. 10. 11. ΙΙ. γίνομαι ἀτμός, εὑρίσκομαι ἐν ἀτμώδει καταστάσει, αὐτόθι 1. 13, 9., 2. 3, 28, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., ao. ἤτμισα, pf. ἤτμικα;
jeter une vapeur.
Étymologie: ἀτμός.

Spanish (DGE)

I intr.
1 desprender humo, humear βωμὸς ἀτμίζων πυρί S.Fr.370, cf. Philox.Leuc.(b) 15, θυμιατήριον ... ἀτμίζον IG 42.126.19 (Epidauro II d.C.)
desprender vapor o vaho el agua κρήνη ἀτμίζουσα ἐν νάπῃ X.An.4.5.15, la arcilla al cocerse ὁ κέραμος τὸ πρῶτον ὀπτώμενος ἀτμίζει Arist.Mete.383a24
gener. exhalar vaho o vapor c. ref. al olor de carne caliente ἥδιστον ἀτμίζοντα Pherecr.113.15, ἀτμίζον κρέας Phryn.PS 8.10
sudar ὡς ἀτμίζειν τὸ σῶμα καὶ τὸν ἱδρῶτα χωρεῖν ἀτακτί Philostr.VA 3.17.
2 evaporarse τὸ ὑδατῶδες Arist.Pr.930b36, cf. Mete.358b16, Epicur.Nat.14.32, Thphr.Fr.163, tb. en v. med. ἐκ δὲ τοῦ ἀτμιζομένου (ὕδατος) ἀέρα γίγνεσθαι Ar.Did.38
contener vapor διὰ ψυχρότητα συνίσταται ὁ ἀτμίζων ἀὴρ εἰς ὕδωρ Arist.Mete.349b23
part. subst. τὸ ἀτμίζον el vapor οὐκ εἰς θάλατταν συγκρίνεται τὸ ἀτμίζον Arist.Mete.358b17.
II tr., en v. pas. recibir el vaho del agua, la profetisa de Bránquidas, Iambl.Myst.3.11 (bis).

Greek Monolingual

(AM ἀτμίζω)
αναδίδω ατμό, αχνίζω
αρχ.
εξατμίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός ή < ατμίς].

Greek Monotonic

ἀτμίζω: μέλ. -ίσω, παρακ. ἤτμικα· (ἀτμόςκαπνίζω, σε Σοφ.· λέγεται για το νερό, βγάζω ατμούς, αχνίζω, σε Ξεν.