ἀργυρεύω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργυρεύω]], (Α) [[άργυρος]]<br />[[σκάβω]] για να βρω άργυρο.
|mltxt=[[ἀργυρεύω]], (Α) [[άργυρος]]<br />[[σκάβω]] για να βρω άργυρο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠρεύω:''' μέλ. του <i>-σω</i>, [[σκάβω]] για να βρω [[ασήμι]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρεύω Medium diacritics: ἀργυρεύω Low diacritics: αργυρεύω Capitals: ΑΡΓΥΡΕΥΩ
Transliteration A: argyreúō Transliteration B: argyreuō Transliteration C: argyreyo Beta Code: a)rgureu/w

English (LSJ)

   A dig for silver, D.S.5.36, Str.3.2.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρεύω: σκάπτω πρὸς εὕρεσιν ἀργύρου, Διόδ. 5. 30, Στράβ. 147.

French (Bailly abrégé)

exploiter une mine d’argent.
Étymologie: ἄργυρος.

Spanish (DGE)

explotar minas de plata Posidon.239, D.S.5.36.

Greek Monolingual

ἀργυρεύω, (Α) άργυρος
σκάβω για να βρω άργυρο.

Greek Monotonic

ἀργῠρεύω: μέλ. του -σω, σκάβω για να βρω ασήμι, σε Στράβ.