βλάσφημος: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
(T22) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=βλάσφημον ([[βλάξ]] [[sluggish]], [[stupid]], and [[φήμη]] [[speech]], [[report]] (others, [[βλάπτω]] ([[which]] [[see]]) and [[φήμη]])), [[speaking]] [[evil]], [[slanderous]], [[reproachful]], [[railing]], [[abusive]]: ῤήματα βλάσφημα [[εἰς]] Μωυσῆν καί [[τόν]] Θεόν); ( (ῤήματα βλάσφημα [[κατά]] [[τοῦ]] τόπου [[τοῦ]] ἁγίου)); [[βλασφημία]], a.); [[βλάσφημος]] as a [[substantive]], a blasphemer: [[Demosthenes]] [[down]].) | |txtha=βλάσφημον ([[βλάξ]] [[sluggish]], [[stupid]], and [[φήμη]] [[speech]], [[report]] (others, [[βλάπτω]] ([[which]] [[see]]) and [[φήμη]])), [[speaking]] [[evil]], [[slanderous]], [[reproachful]], [[railing]], [[abusive]]: ῤήματα βλάσφημα [[εἰς]] Μωυσῆν καί [[τόν]] Θεόν); ( (ῤήματα βλάσφημα [[κατά]] [[τοῦ]] τόπου [[τοῦ]] ἁγίου)); [[βλασφημία]], a.); [[βλάσφημος]] as a [[substantive]], a blasphemer: [[Demosthenes]] [[down]].) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βλάσφημος:''' -ον, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> ο αισχρά διατυπωμένος, για λέξεις ανευλαβείς, ανίερες, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ομιλεί με βλασφημίες, [[υβριστής]], και ως ουσ., [[βλάσφημος]], σε Καινή Διαθήκη (η προέλ. του <i>βλασ-</i> είναι αμφίβ.· [[βλάξ]] και [[βλάπτω]] προτείνονται [[εξίσου]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A speaking ill-omened words, evil-speaking, Arist.Rh.1398b11: c. gen., against... Plu.2.1100d, etc. 2 of words, slanderous, libellous, δέδοικα μὴ βλάσφημον μὲν εἰπεῖν ἀληθὲς δ' ᾖ D.9.1, cf. Luc.Alex.4 (Sup.). Adv. -μως Philostr. VA4.19, App.BC2.126. 3 blasphemous, ἔθνη LXX 2 Ma.10.4; ῥήματα Act.Ap.6.11; λαλεῖν βλάσφημα Apoc.13.5: Subst., blasphemer, LXX 2 Ma.9.28, 1 Ep.Ti.1.13, etc.
German (Pape)
[Seite 448] (βλαξ od. βλάβ. – φήμη), den Ruf eines Andern verletzend, verläumdend, schmähend, βλάσφημον μὲν εἰπεῖν ἀληθὲς δέ Dem. 9, 1; bes. Sp.; βλασφημότατα λέγειν Luc. Alex. 4, gotteslästerliche Reden führen; N. T. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
βλάσφημος: -ον, (ἴσως ἐκ τοῦ βλάξ καὶ φήμη· ἕτεροι ἐκ τοῦ βλάπτω, ἀντὶ τοῦ βλαψίφημος): ― ὁμιλῶν δυσοιώνους λόγους. κακολόγος, μ. γεν. = ἐναντίον…, Πλούτ. 2. 1100D, κτλ. 2) ἐπὶ λέξεων, ὑβριστικός, κακός, δέδοικα μὴ βλάσφημον μὲν εἰπεῖν ἀληθὲς δ' ᾖ Δημ. 110. 9: ― Ἐπίρρ. -μως Φιλόστρ. 156· ὑπερθ. -ότατα Λουκ. Ἀλεξ. 4. 3) ὁ λαλῶν βλασφημίας, ὑβριστής, Ἑβδ., Κ. Δ.· ὡς οὐσιαστ.., ὁ βλάσφημος Ἑβδ. (2 Μακκ. ι', 36), 1 Τιμ. 1. 13, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tient de mauvais propos, médisant, diffamateur de ; en parl. des propos eux-mêmes diffamatoire.
Étymologie: βλάπτω, φήμη.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers. mal hablado, maldicente, difamador de Arquíloco, Arist.Rh.1398b12, cf. Herm.Sim.9.18.3, Thdr.Mops.M.66.945C
•de palabras injurioso, insultante, calumnioso δέδοικα μὴ β. μὲν εἰπεῖν, ἀληθὲς δ' ᾖ D.9.1, λόγοι Isoc.15.101, ἔπος Max.Tyr.21.2, γλῶσσα Sext.Sent.83, φωναί Vett.Val.343.16
•c. gen. μὴ λέγωμεν ... ψηφίσματα βλάσφημα πόλεων Plu.2.1100d, περὶ τοῦ Πυθαγόρου Luc.Alex.4, εἰς τὴν Ῥώμην Hdn.7.8.9.
II en el ámbito relig.
1 blasfemo contra dioses paganos, de pers., Cels.Phil.7.53, esp. en lit. jud.-crist. ἔθνη LXX 2Ma.10.4, cf. Meth.Res.1.50, Eus.VC 3.1
•subst. ὁ β. LXX 2Ma.9.28, 1Ep.Ti.1.13, Const.App.4.6.5
•de palabras τι β. περὶ τῶν θεῶν D.Chr.3.53, ῥήματα Act.Ap.6.11
•subst. τὰ βλάσφημα blasfemias Gr.Nyss.Eun.3.2.39.
2 de mal agüero οἰωνός Procop.Arc.9.26, ὀκνῶ λέγειν τὸ β. Gr.Naz.M.35.1056A.
III adv. -ως
1 insultante, injuriosamente ἐπὶ τῷ Καίσαρι ... β. ἐδημηγόρησε App.BC 2.126.
2 en forma profana o blasfema ἐλέγχων τὸν ἱεροφάντην δι' ἃ β. τε καὶ ἀμαθῶς εἶπε Philostr.VA 4.19.
English (Abbott-Smith)
βλάσφημος, -ον (< βλασ-, of uncertain deriv., v. Thayer, Boisacq; + φήμη, speech), [in LXX: Is 66:3 (מְבָרֵךְ אָוֶן), Wi 1:6, Si 3:16, II Mac 9:28 10:4, 36*;]
(a)evil-speaking, slanderous, blasphemous: Ac 6:11, II Ti 3:2, II Pe 2:11 (cf. Ju 9);
(b)as subst. a blasphemer: I Ti 1:13 (Cremer, 570).†
English (Strong)
from a derivative of βλάπτω and φήμη; scurrilious, i.e. calumnious (against men), or (specially) impious (against God): blasphemer(-mous), railing.
English (Thayer)
βλάσφημον (βλάξ sluggish, stupid, and φήμη speech, report (others, βλάπτω (which see) and φήμη)), speaking evil, slanderous, reproachful, railing, abusive: ῤήματα βλάσφημα εἰς Μωυσῆν καί τόν Θεόν); ( (ῤήματα βλάσφημα κατά τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου)); βλασφημία, a.); βλάσφημος as a substantive, a blasphemer: Demosthenes down.)
Greek Monotonic
βλάσφημος: -ον, ὁ,
1. ο αισχρά διατυπωμένος, για λέξεις ανευλαβείς, ανίερες, σε Δημ.
2. αυτός που ομιλεί με βλασφημίες, υβριστής, και ως ουσ., βλάσφημος, σε Καινή Διαθήκη (η προέλ. του βλασ- είναι αμφίβ.· βλάξ και βλάπτω προτείνονται εξίσου).