ἀψεύδεια: Difference between revisions

From LSJ

Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht

Menander, Monostichoi, 298
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀψεύδεια]] και [[ἀψευδία]], η (Α) [[αψευδής]]<br /><b>1.</b> το να μη λέει [[κάποιος]] ψέματα, η [[φιλαλήθεια]]<br /><b>2.</b> η [[φερεγγυότητα]].
|mltxt=[[ἀψεύδεια]] και [[ἀψευδία]], η (Α) [[αψευδής]]<br /><b>1.</b> το να μη λέει [[κάποιος]] ψέματα, η [[φιλαλήθεια]]<br /><b>2.</b> η [[φερεγγυότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀψεύδεια:''' ἡ, [[ειλικρίνεια]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀψεύδεια Medium diacritics: ἀψεύδεια Low diacritics: αψεύδεια Capitals: ΑΨΕΥΔΕΙΑ
Transliteration A: apseúdeia Transliteration B: apseudeia Transliteration C: apseydeia Beta Code: a)yeu/deia

English (LSJ)

ἡ,

   A truthfulness, Corinn.Supp.2.70, Pl.R.485c, Iamb. Protr.20; reliability, of times and seasons, Arist.Mu.397a11: ἀψευδία, Ph. Fr.110H., Them.Or.21.257c.

German (Pape)

[Seite 421] ἡ, Truglosigkeit, Wahrheit, Plat. Rep. VI, 785 c; Arist.

Greek (Liddell-Scott)

ἀψεύδεια: ἡ, τὸ μὴ ψεύδεσθαι, ἀλήθεια, Πλάτ. Πολ. 485C· ἀψευδία Θεμίστ. 257C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 véracité, sincérité;
2 certitude.
Étymologie: ἀψευδής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): ἀφεύδια Corinn.1.3.31; -ία Ph.Fr.110, Them.Or.21.257c
veracidad προφάτας ... λαχὼν ἀψεύδιαν Corinn.l.c., op. τὸ ψεῦδος Pl.R.485c, cf. Them.l.c., Iambl.Protr.20, Marin.Procl.4, ἐνέχυρον οὐ μικρὸν ἀψευδίας αἰδὼς ἡ πρὸς θεόν Ph.l.c., τὴν ἀψεύδειαν ἠγάπα Dam.Fr.45
seguridad, certidumbre de las estaciones, Arist.Mu.397a11.

Greek Monolingual

ἀψεύδεια και ἀψευδία, η (Α) αψευδής
1. το να μη λέει κάποιος ψέματα, η φιλαλήθεια
2. η φερεγγυότητα.

Greek Monotonic

ἀψεύδεια: ἡ, ειλικρίνεια, σε Πλάτ.