βουλητός: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βουλητός]], -ή, -όν (AM) [[βούλομαι]]<br />[[εκείνος]] τον οποίο θέλει ή [[πρέπει]] να θέλει [[κάποιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>βουλητόν</i>, <i>το</i><br />[[σύσκεψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>βουλητόν</i>, <i>το</i><br />το [[αντικείμενο]] της βούλησης.
|mltxt=[[βουλητός]], -ή, -όν (AM) [[βούλομαι]]<br />[[εκείνος]] τον οποίο θέλει ή [[πρέπει]] να θέλει [[κάποιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>βουλητόν</i>, <i>το</i><br />[[σύσκεψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>βουλητόν</i>, <i>το</i><br />το [[αντικείμενο]] της βούλησης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουλητός:''' -ή, -όν ([[βούλομαι]]), αυτός που πρέπει [[κανείς]] να θελήσει, να επιθυμήσει· <i>τὸ βουλητόν</i>, το [[αντικείμενο]] της επιθυμίας, σε Πλάτ., Αριστ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλητός Medium diacritics: βουλητός Low diacritics: βουλητός Capitals: ΒΟΥΛΗΤΟΣ
Transliteration A: boulētós Transliteration B: boulētos Transliteration C: voulitos Beta Code: boulhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that is or should be willed, οὔτε χρήσιμον οὔτε β. Phld.Rh.1.185S.: τὸ β. object of desire or will, Pl.Lg.733d, Arist.EN 1113a17. Adv. -τῶς Procl.in Prm.p.752S.

German (Pape)

[Seite 457] gewollt, τὸ βουλητόν τε καὶ ἑκούσιον Plat. Legg. V, 733 d; vgl. Arist. Eth. 3, 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
que l’on veut ou que l’on peut vouloir ; τὸ βουλητόν PLAT ce qui dépend de la volonté.
Étymologie: adj. verb. de βούλομαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1deseable οὔτε χρήσιμον οὔτε β. Phld.Rh.1.185, τὴν διαφορὰν βουλητῶν καὶ δοκούντων γνωσόμεθα Olymp.in Alc.39, οὐ βουλητά γε ἦν αὐτῷ Plot.1.4.5.
2 fil. τὸ β. lo que es un acto de la volición, lo que depende de la voluntad unido a ἑκούσιον Pl.Lg.733d, Arist.EN 1113a17, op. γνωστικόν y δραστήριον Procl.in Prm.962.
II adv. -ῶς mediante la volición β. καὶ γνωστικῶς ... προεστᾶσι πάντων Procl.in Prm.961.

Greek Monolingual

βουλητός, -ή, -όν (AM) βούλομαι
εκείνος τον οποίο θέλει ή πρέπει να θέλει κάποιος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. βουλητόν, το
σύσκεψη
αρχ.
βουλητόν, το
το αντικείμενο της βούλησης.

Greek Monotonic

βουλητός: -ή, -όν (βούλομαι), αυτός που πρέπει κανείς να θελήσει, να επιθυμήσει· τὸ βουλητόν, το αντικείμενο της επιθυμίας, σε Πλάτ., Αριστ.