γλωσσαλγία: Difference between revisions

From LSJ

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[γλωσσαλγία]]) [[γλώσσαλγος]]<br />η ακατάσχετη [[φλυαρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πόνος]] στη [[γλώσσα]].
|mltxt=η (AM [[γλωσσαλγία]]) [[γλώσσαλγος]]<br />η ακατάσχετη [[φλυαρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πόνος]] στη [[γλώσσα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γλωσσαλγία:''' ἡ, ατέρμονη [[ομιλία]], [[πολυλογία]], [[φλυαρία]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλωσσαλγία Medium diacritics: γλωσσαλγία Low diacritics: γλωσσαλγία Capitals: ΓΛΩΣΣΑΛΓΙΑ
Transliteration A: glōssalgía Transliteration B: glōssalgia Transliteration C: glossalgia Beta Code: glwssalgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A endless talking, wordiness, E.Med. 525, Andr.689, Ph.2.165; but γλωτταργία, idleness of the tongue, σιωπὴν καὶ γ. ἡμῖν ἐπιβάλλει Luc.Lex.19.

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσαλγία: ἡ, ἀτελεύτητος, ὁμιλία, φλυαρία, Εὐρ. Μηδ. 525, Ἀνδρ. 690· μεταγεν. γλωτταργία Λουκ. Λεξιφ. 19.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
démangeaison de parler, bavardage sans fin.
Étymologie: γλῶσσα, ἀλγέω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
locuacidad, charlatanería, prolijidad E.Med.525, Andr.689, Plu.2.510a, Ph.2.165, Ath.22e, Poll.6.119.

Greek Monolingual

η (AM γλωσσαλγία) γλώσσαλγος
η ακατάσχετη φλυαρία
νεοελλ.
πόνος στη γλώσσα.

Greek Monotonic

γλωσσαλγία: ἡ, ατέρμονη ομιλία, πολυλογία, φλυαρία, σε Ευρ.