γλώξ: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(8)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γλώξ]] η (Α)<br />(μόνο πληθ.) <i>αἱ γλῶχες</i><br />το [[γένι]] του σταχιού, το [[άγανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται [[άπαξ]] στον πληθ. και αποτελεί τον πρωταρχικό τ. από τον οποίο προέρχονται τα [[γλώσσα]], [[γλωχίν]]. Η [[σύνδεση]] με αρχ. σλαβ. <i>glogŭ</i> «[[αγκάθι]]» αμφισβητείται].
|mltxt=[[γλώξ]] η (Α)<br />(μόνο πληθ.) <i>αἱ γλῶχες</i><br />το [[γένι]] του σταχιού, το [[άγανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται [[άπαξ]] στον πληθ. και αποτελεί τον πρωταρχικό τ. από τον οποίο προέρχονται τα [[γλώσσα]], [[γλωχίν]]. Η [[σύνδεση]] με αρχ. σλαβ. <i>glogŭ</i> «[[αγκάθι]]» αμφισβητείται].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γλώξ:''' ἡ, μόνο στον πληθ. <i>γλῶχες</i>, τα «[[μουστάκια]]» του καλαμποκιού, σε Ησίοδ. (συγγενές προς το [[γλωχίν]]).
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλώξ Medium diacritics: γλώξ Low diacritics: γλωξ Capitals: ΓΛΩΞ
Transliteration A: glṓx Transliteration B: glōx Transliteration C: gloks Beta Code: glw/c

English (LSJ)

ἡ, only pl. γλῶχες,

   A beard of corn, Hes.Sc.398. (Cf. γλωχίν.)

Greek (Liddell-Scott)

γλώξ: ἡ, εὕρηται μόνον κατὰ πληθ. γλῶχες, ὁ «ἀθέρας», τὸ γένειον τοῦ στάχυος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 398. (Συγγενὲς τῷ γλωχίν.)

Greek Monolingual

γλώξ η (Α)
(μόνο πληθ.) αἱ γλῶχες
το γένι του σταχιού, το άγανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται άπαξ στον πληθ. και αποτελεί τον πρωταρχικό τ. από τον οποίο προέρχονται τα γλώσσα, γλωχίν. Η σύνδεση με αρχ. σλαβ. glogŭ «αγκάθι» αμφισβητείται].

Greek Monotonic

γλώξ: ἡ, μόνο στον πληθ. γλῶχες, τα «μουστάκια» του καλαμποκιού, σε Ησίοδ. (συγγενές προς το γλωχίν).