γεωμέτρης: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[γεωμέτρης]])<br />ο [[επιστήμονας]] που έχει ειδικευθεί στη [[γεωμετρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αργόσχολος]], αυτός που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους σαν να θέλει να τους μετρήσει<br /><b>2.</b> αυτός που ασχολείται με απλές τοπογραφικές εργασίες<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] ο [[οποίος]] ασχολείται με την [[καταμέτρηση]] της γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεω</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μετρώ]]].
|mltxt=ο (AM [[γεωμέτρης]])<br />ο [[επιστήμονας]] που έχει ειδικευθεί στη [[γεωμετρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αργόσχολος]], αυτός που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους σαν να θέλει να τους μετρήσει<br /><b>2.</b> αυτός που ασχολείται με απλές τοπογραφικές εργασίες<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] ο [[οποίος]] ασχολείται με την [[καταμέτρηση]] της γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεω</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρης</i> <span style="color: red;"><</span> [[μετρώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γεωμέτρης:''' -ου, ὁ ([[μετρέω]]), αυτός που μετρά τη γη, [[ειδικός]] στη [[γεωμετρία]], [[γεωμέτρης]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωμέτρης Medium diacritics: γεωμέτρης Low diacritics: γεωμέτρης Capitals: ΓΕΩΜΕΤΡΗΣ
Transliteration A: geōmétrēs Transliteration B: geōmetrēs Transliteration C: geometris Beta Code: gewme/trhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A land-measurer, ib.28 (ii A. D.):—but usu., geometer, Pl.Tht.143b, al., cf. Men.495, CIG3544 (Perg.).

German (Pape)

[Seite 488] ὁ, Land-, Feldmesser, die Geometrie verstehend, Plat. Theaet. 143 b Euthyd. 290 b; Xen. Mem. 4, 2, 10 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γεωμέτρης: -ου, ὁ, ὁ τὴν γῆν μετρῶν, γεωμέτρης, Πλάτ. Θεαιτ. 143Β, κ. ἀλλ., πρβλ. Μένανδ. Ὑπ. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 3544, κ. ἀλλ.· ἴδε γαμέτρας.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
géomètre, arpenteur.
Étymologie: γῆ, μετρέω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): dór. γαμ- TEracl.1.187
1 geómetra, que cultiva la geometría Pl.Tht.143b, Grg.465b, Arist.Ph.185a1, Metaph.1089a21, Aristox.Harm.42.16, IP 333.10 (II d.C.), Plu.2.140a, Hero Def.135.8, Gal.5.652, Aristid.Quint.32.14, Vett.Val.70.6
profesor de geometría Men.Fr.430a, Plu.2.737d, en un gimnasio DP 7.70, ISestos 5.4.
2 agrimensor, TEracl.l.c., D.Chr.70.9, 71.8, PCair.Zen.387.13 (III a.C.), BGU 12.28 (II d.C.), SEG 32.1287.13 (Frigia III d.C.), POxy.1469.6 (III d.C.), 3758.160 (IV d.C.), PBerl.Borkowski 4.35 (III/IV d.C.), PCair.Preis.8.5 (IV d.C.), Hsch.

Greek Monolingual

ο (AM γεωμέτρης)
ο επιστήμονας που έχει ειδικευθεί στη γεωμετρία
νεοελλ.
1. ο αργόσχολος, αυτός που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους σαν να θέλει να τους μετρήσει
2. αυτός που ασχολείται με απλές τοπογραφικές εργασίες
αρχ.
εκείνος ο οποίος ασχολείται με την καταμέτρηση της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -μετρης < μετρώ].

Greek Monotonic

γεωμέτρης: -ου, ὁ (μετρέω), αυτός που μετρά τη γη, ειδικός στη γεωμετρία, γεωμέτρης, σε Πλάτ.