δερμάτινος: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(9) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δερμάτινος]], -η, -ον)<br />κατασκευασμένος από [[δέρμα]], [[πέτσινος]] («παπούτσια δερμάτινα», «[[δερμάτινη]] [[ζώνη]]», «ἀσπίδας δερματίνας»). | |mltxt=-η, -ο (AM [[δερμάτινος]], -η, -ον)<br />κατασκευασμένος από [[δέρμα]], [[πέτσινος]] («παπούτσια δερμάτινα», «[[δερμάτινη]] [[ζώνη]]», «ἀσπίδας δερματίνας»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δερμάτινος:''' -η, -ον ([[δέρμα]]), αυτός που είναι φτιαγμένος από [[δέρμα]], «[[πέτσινος]]», [[βύρσινος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 30 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A of skin, leathern, ἠρτύναντο δ' ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δ. Od.4.782; ἀσπίς Hdt. 7.79; ὑμήν Arist.Fr.335; πλοῖα Str.16.4.19; ζώνη Ev.Marc.1.6; ὑποδήματα IG5(1).1390.23 (Andania, i B. C.); τεύχη Inscr.Prien.114.11,30 (i B. C.); ὄγκος Ph.1.100; χιτών (of the human skin), Porph. Abst.2.46.
German (Pape)
[Seite 549] ledern; Homer zweimal, Odyss. 8, 53. 4, 782 ἠρτύναντο δ' ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δερματίνοισιν; – Her. 7, 79 ἀσπίδας δερματίνας, Plat. Eryx. 400 e σίσυραν δερματίνην.
Greek (Liddell-Scott)
δερμάτινος: -η, -ον, πεποιημένος ἐκ δέρματος, «πέτσινος», ἠρτύναντο δ’ ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δ. Ὀδ. Δ. 782., Θ. 53· ἀσπὶς Ἡρόδ. 7. 79· ὑμὴν Ἀριστ. Ἀποσπ. 316· πλοῖα Στράβ. 778.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de peau, de cuir (gaine, bouclier, etc.).
Étymologie: δέρμα.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-η, -ον
1 coriáceo, de piel curtida, de cuero ἠρτύναντο δ' ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δερματίνοισι armaron los remos en sus estrobos de cuero, Od.4.782, ἀσπίς Hdt.7.79, σκηνή PCair.Zen.13.14 (III a.C.), τύλαι τε καὶ προσκεφάλαια PLond.1979.6 (III a.C.), cf. PRyl.627.28 (IV d.C.), PMasp.6ue.87 (VI d.C.), χιτών LXX Ge.3.21, σκεῦος LXX Le.13.52, 53, κάλυμμα LXX Nu.4.8, ζώνη I.AI 9.22, cf. Eu.Marc.1.6, πλοῖα Str.16.4.19, cf. D.C.48.18.2, ἱστία D.C.39.41.2, ὑποδήματα IG 5(1).1390.23 (Andania I a.C.), ἀνπύλη δ. botella de cuero, bota, BGU 40.2 (II/III d.C., cf. BL 1.11), δερμάτινα βυβλία libros de pergamino, IPr.113.18 (I a.C.), cf. PGrenf.2.111.27 (V/VI d.C.), αἰδοῖον Ps.Nonn.Comm.in Or.5.19.
2 de piel, dérmico, cutáneo δ. ὄγκον ἡμῶν τὸ σῶμα Ph.1.100, χιτών metáf. ref. a la piel del hombre, Porph.Abst.2.46
•membranáceo ὑμήν Arist.Fr.335.
English (Strong)
from δέρμα; made of hide: leathern, of a skin.
English (Thayer)
δερματινη, δερμάτινον (δέρμα), made of skin, leather (Vulg. pelliceus): Homer, Herodotus, Plato, Strabo, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δερμάτινος, -η, -ον)
κατασκευασμένος από δέρμα, πέτσινος («παπούτσια δερμάτινα», «δερμάτινη ζώνη», «ἀσπίδας δερματίνας»).
Greek Monotonic
δερμάτινος: -η, -ον (δέρμα), αυτός που είναι φτιαγμένος από δέρμα, «πέτσινος», βύρσινος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.