δημίζω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(9) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δημίζω]] (Α) [[δήμος]]<br />επιδεικνύομαι ως [[φίλος]] του δήμου, του λαού. | |mltxt=[[δημίζω]] (Α) [[δήμος]]<br />επιδεικνύομαι ως [[φίλος]] του δήμου, του λαού. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δημίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δῆμος]]), λαϊκίζω, [[προσποιούμαι]] [[λαϊκότητα]], [[εξαπατώ]] το λαό, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
A pose as 'friend of the people', Ar.V.699.
German (Pape)
[Seite 562] es mit dem Volke halten, auch = es betrügen, Ar. Vesp. 699.
Greek (Liddell-Scott)
δημίζω: προσποιοῦμαι τὸν δημοτικόν, ἀπατῶ τὸν δῆμον, Ἀριστοφ. Σφηξ. 699.
French (Bailly abrégé)
chercher à se rendre populaire.
Étymologie: δῆμος.
Spanish (DGE)
hacerse pasar por amigo del pueblo ὑπὸ τῶν ἀεὶ δημιζόντων οὐκ οἶδ' ὅπῃ ἐγκεκύκλησαι no sé de qué manera estás cercado por los ‘amigos del pueblo’ de turno Ar.V.699.
Greek Monolingual
δημίζω (Α) δήμος
επιδεικνύομαι ως φίλος του δήμου, του λαού.
Greek Monotonic
δημίζω: μέλ. -σω (δῆμος), λαϊκίζω, προσποιούμαι λαϊκότητα, εξαπατώ το λαό, σε Αριστοφ.