δημότερος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδοςwork is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness

Source
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δημότερος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από κατώτερη κοινωνική [[τάξη]], ο μη [[ευγενής]]<br /><b>2.</b> [[κοινός]]<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει στον δήμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]]. Ποιητικός τ. σχηματισμένος αναλογικά [[προς]] το [[αγρότερος]]].
|mltxt=[[δημότερος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από κατώτερη κοινωνική [[τάξη]], ο μη [[ευγενής]]<br /><b>2.</b> [[κοινός]]<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει στον δήμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]]. Ποιητικός τ. σχηματισμένος αναλογικά [[προς]] το [[αγρότερος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δημότερος:''' -α, -ον, = [[δημόσιος]], [[κοινός]], [[λαϊκός]], [[δημώδης]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημότερος Medium diacritics: δημότερος Low diacritics: δημότερος Capitals: ΔΗΜΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: dēmóteros Transliteration B: dēmoteros Transliteration C: dimoteros Beta Code: dhmo/teros

English (LSJ)

α, ον, poet. for

   A δημοτικός 11, A.R.3.606.    II = δημόσιος 1.1, χρήματα AP9.693.    III = δημόσιος 1.2, common, vulgar, Κύπρις ib.415.2 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 565] p. = δημοτικός; – 1) Bürger, γυναῖκες Ap. Rh. 1, 738. 3, 606. – 2) gemein, Κύπρις Antiphil. 1 (IX, 415). – Auch = δημόσιος; χρήματα, den ἴδια entgeggstzt, Ep. ad. (IX, 693).

Greek (Liddell-Scott)

δημότερος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ δημοτικός ΙΙ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 606. ΙΙ. = δημόσιος, κοινός, δημώδης, Κύπρις Ἀνθ. Π. 9. 415.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 du peuple, plébéien;
2 public, commun.
Étymologie: δῆμος.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): dór. δᾱμ- IChS 180b (Curion V a.C.), Call.Fr.228.71
I 1de pers. del pueblo γυναῖκες A.R.1.783
de abstr. del pueblo, que favorece al pueblo θέμιστες Arat.107.
2 que pertenece al Estado, público χρήματα AP 9.693 (Leont.)
fig. δ. Κύπρις ref. a la prostitución AP 9.415 (Antiphil.).
II subst.
1 οἱ δημότεροι el pueblo ἄσχετα ἔργα πιφαύσκετο δημοτέροισι A.R.3.606, δημοτέρων ... θεός AP 9.334 (Pers.), cf. Call.l.c., Apoll.Met.Ps.17.93.
2 sent. dud., quizá τὰ δαμότερα las tierras públicas, IChS l.c.

Greek Monolingual

δημότερος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που προέρχεται από κατώτερη κοινωνική τάξη, ο μη ευγενής
2. κοινός
3. αυτός που ανήκει στον δήμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος. Ποιητικός τ. σχηματισμένος αναλογικά προς το αγρότερος].

Greek Monotonic

δημότερος: -α, -ον, = δημόσιος, κοινός, λαϊκός, δημώδης, σε Ανθ.