δηξίθυμος: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(9) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δηξίθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την [[ψυχή]] («[[δηξίθυμος]] [[ἔρως]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δηξι</i>- <span style="color: red;"><</span> <b>(μέλλ.)</b> <i>δήξομαι</i> του [[δάκνω]] <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]]». Η λ. ανήκει στα [[σύνθετα]] της αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α' συνθετικό ρηματικό όνομα σε -<i>τι</i> ή -(<i>σ</i>)<i>ι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλεξίκανος</i>, [[δεξίδωρος]], [[τερψίμβροτος]])]. | |mltxt=[[δηξίθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την [[ψυχή]] («[[δηξίθυμος]] [[ἔρως]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δηξι</i>- <span style="color: red;"><</span> <b>(μέλλ.)</b> <i>δήξομαι</i> του [[δάκνω]] <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]]». Η λ. ανήκει στα [[σύνθετα]] της αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α' συνθετικό ρηματικό όνομα σε -<i>τι</i> ή -(<i>σ</i>)<i>ι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλεξίκανος</i>, [[δεξίδωρος]], [[τερψίμβροτος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δηξίθῡμος:''' -ον, = <i>δακέ-θυμος</i>, λέγεται για την [[αγάπη]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A = δακέθυμος, ἔρωτος ἄνθος A.Ag.743 (lyr.); comically, δ. ὀξάλμη Sopat.21.
German (Pape)
[Seite 567] herznagend, ἔρωτος ἄνθος, Aesch. Ag. 722; ἅλμη, heißend, Sopat. bei Ath. III, 101 b.
Greek (Liddell-Scott)
δηξίθῡμος: -ον, = δακέθυμος, θυμοδακής, ὁ τὴν ψυχὴν δάκνων, κατατρώγων, φθείρων, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· κωμικῶς, δ. ὀξάλμη Σώπατ. παρ᾿ Ἀθήν. 101Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ronge, litt. qui mord le cœur.
Étymologie: δάκνω, θυμός.
Spanish (DGE)
(δηξίθῡμος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que muerde el alma, que roe el corazón ἔρωτος ἄνθος A.A.743, cf. Eust.1506.64
•paród. que devora el estómago, picante ὀξάλμη Sopat.21.
Greek Monolingual
δηξίθυμος, -ον (Α)
αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την ψυχή («δηξίθυμος ἔρως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δηξι- < (μέλλ.) δήξομαι του δάκνω + θυμός «ψυχή». Η λ. ανήκει στα σύνθετα της αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α' συνθετικό ρηματικό όνομα σε -τι ή -(σ)ι- (πρβλ. αλεξίκανος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος)].
Greek Monotonic
δηξίθῡμος: -ον, = δακέ-θυμος, λέγεται για την αγάπη, σε Αισχύλ.