δενδρῶτις: Difference between revisions

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δενδρῶτις]] (-ιδος), η (Α)<br />(για τη γη) γεμάτη δένδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ώτις</i>. Ο τ. [[δενδρώτις]], ποιητική [[κυρίως]] [[λέξη]], αντικαταστάθηκε από τον παράλληλο τ. [[δενδρίτης]]].
|mltxt=[[δενδρῶτις]] (-ιδος), η (Α)<br />(για τη γη) γεμάτη δένδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ώτις</i>. Ο τ. [[δενδρώτις]], ποιητική [[κυρίως]] [[λέξη]], αντικαταστάθηκε από τον παράλληλο τ. [[δενδρίτης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δενδρῶτις:''' -ιδος, θηλ. επίθ., καλυμμένη με δέντρα, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρῶτις Medium diacritics: δενδρῶτις Low diacritics: δενδρώτις Capitals: ΔΕΝΔΡΩΤΙΣ
Transliteration A: dendrō̂tis Transliteration B: dendrōtis Transliteration C: dendrotis Beta Code: dendrw=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A wooded, πέτρα E.HF790; ὥρα f.l. in A.Fr.44.6.

German (Pape)

[Seite 546] ιδος, ἡ, mit Bäumen besetzt, πέτρα Eur. Herc. fur. 770; den Baum betreffend, ὥρα Aesch. frg. 38.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρῶτις: -ιδος, ἡ, κεκαλυμμένη μὲ δένδρα, πέτρα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 790· ὥρα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 36.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
1 couvert d’arbres, boisé;
2 qui convient aux arbres.
Étymologie: δένδρον.

Spanish (DGE)

-ιδος
arbolado Πυθίου δενδρῶτι πέτρα roca arbolada del Pitio e.e., Apolo, E.HF 790.

Greek Monolingual

δενδρῶτις (-ιδος), η (Α)
(για τη γη) γεμάτη δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) -ώτις. Ο τ. δενδρώτις, ποιητική κυρίως λέξη, αντικαταστάθηκε από τον παράλληλο τ. δενδρίτης].

Greek Monotonic

δενδρῶτις: -ιδος, θηλ. επίθ., καλυμμένη με δέντρα, σε Ευρ.