δραστέος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser hecho]] ὁποῖα δραστέ' ἐστίν· S.<i>Tr</i>.1204, [[αὐτοχειρί]] μοι ... [[δραστέον]] τοὔργον S.<i>El</i>.1019, τοῦτο γε [[δραστέον]] Pl.<i>Plt</i>.268d, cf. <i>Phlb</i>.20a, <i>Lg</i>.644b. | |dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser hecho]] ὁποῖα δραστέ' ἐστίν· S.<i>Tr</i>.1204, [[αὐτοχειρί]] μοι ... [[δραστέον]] τοὔργον S.<i>El</i>.1019, τοῦτο γε [[δραστέον]] Pl.<i>Plt</i>.268d, cf. <i>Phlb</i>.20a, <i>Lg</i>.644b. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δραστέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[δράω]], αυτός που πρέπει να γίνει, που πρέπει να συντελεστεί, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>δραστέον</i>, πρέπει να κάνουμε, στον ίδ., σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A to be done, S.Tr.1204. II δραστέον one must do, Id.OT1443, E.IA1024, D.Chr.12.16.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δραστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ποιητέος, πρακτέος, Σοφ. Τρ. 1204 ΙΙ. δραστέον, πρέπει τις νὰ πράξῃ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1443, Εὐρ. Ι. Α. 1024.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de δράω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser hecho ὁποῖα δραστέ' ἐστίν· S.Tr.1204, αὐτοχειρί μοι ... δραστέον τοὔργον S.El.1019, τοῦτο γε δραστέον Pl.Plt.268d, cf. Phlb.20a, Lg.644b.
Greek Monotonic
δραστέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του δράω, αυτός που πρέπει να γίνει, που πρέπει να συντελεστεί, σε Σοφ.
II. δραστέον, πρέπει να κάνουμε, στον ίδ., σε Ευρ.