ἑλκαίνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑλκαίνω]] (Α)<br />έχω [[έλκος]].
|mltxt=[[ἑλκαίνω]] (Α)<br />έχω [[έλκος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑλκαίνω:''' ([[ἕλκος]]), έχω [[έλκος]], είμαι πληγωμένος, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκαίνω Medium diacritics: ἑλκαίνω Low diacritics: ελκαίνω Capitals: ΕΛΚΑΙΝΩ
Transliteration A: helkaínō Transliteration B: helkainō Transliteration C: elkaino Beta Code: e(lkai/nw

English (LSJ)

(ἕλκανον)

   A fester, A.Ch.843.

German (Pape)

[Seite 798] an einer Wunde leiden, verwundet sein, Aesch. Ch. 830.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκαίνω: (ἕλκος) ἔχω ἕλκος, ἑλκοῦμαι, Αἰσχύλ. Χο. 843 (ἔνθα τὸ φόνῳ τῷ πρόσθεν, ὡς ὁ Paley παρατηρεῖ, εἶναι ἡ δοτικὴ ἀποδιδομένη εἰς τὸ ἑλκαίνοντι καὶ δεδηγμένῳ).

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être blessé.
Étymologie: ἕλκος.

Spanish (DGE)

sufrir una herida fig. δόμοις ... φόνῳ τῷ πρόσθεν ἑλκαίνουσι καὶ δεδηγμένοις para el palacio herido y lacerado por una muerte anterior A.Ch.843.

Greek Monolingual

ἑλκαίνω (Α)
έχω έλκος.

Greek Monotonic

ἑλκαίνω: (ἕλκος), έχω έλκος, είμαι πληγωμένος, σε Αισχύλ.