ἐλαιοφόρος: Difference between revisions
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
(11) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐλαιοφόρος]], -ον)<br />(για [[περιοχή]] ή [[τόπο]]) αυτός που παράγει ελιές ή [[λάδι]], [[ελαιοπαραγωγός]], [[ελαιόφυτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για δοχεία ή αγγεία) ο προορισμένος να δέχεται [[λάδι]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] λαδιού, [[λαδερό]], [[λαδικό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] γερακιού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐλαιοφόρον</i><br />[[ελαιοπωλείο]]. | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἐλαιοφόρος]], -ον)<br />(για [[περιοχή]] ή [[τόπο]]) αυτός που παράγει ελιές ή [[λάδι]], [[ελαιοπαραγωγός]], [[ελαιόφυτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για δοχεία ή αγγεία) ο προορισμένος να δέχεται [[λάδι]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]] λαδιού, [[λαδερό]], [[λαδικό]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] γερακιού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐλαιοφόρον</i><br />[[ελαιοπωλείο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐλαιοφόρος:''' Αττ. ἐλαο-[[φόρος]], <i>-ον</i>, αυτός που φέρει, παράγει ελιές, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A olive-bearing, ὄχθος E.HF1178 (anap.); χώρα ἐ. land fit for olives, Thphr.CP2.4.4: -φόρον, τό, oil-shop, Gloss.
German (Pape)
[Seite 789] Oelbäume tragend; Eur. Herc. Fur. 1178; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοφόρος: -ον, φέρων, παράγων ἐλαίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1178· ἐπὶ ἐδάφους ἔνθα τὰ ἐλαιόδενδρα παράγουσι πολὺν καρπόν, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4. 2) ἐλαιοφόρον ἀγγεῖον, «λαδικόν», ῥοΐ, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de tierras que produce olivos, olivarero ὄχθος E.HF 1178, ἡ λευκόγειος (γῆ) Thphr.CP 2.4.4, ἡ δὲ χώρα ἡ μὲν ἦν ἀμπελόφυτος, ἡ δὲ ἐ. una parte de la tierra estaba plantada de vides, la otra de olivos D.S.20.8, cf. D.H.1.37, de Galilea, I.BI 2.592, de Samaria, Cyr.Al.M.71.280D.
2 de una vasija repleta de aceite καμψάκη Cyr.Al.M.73.280D.
II subst. (τὸ) ἐ. alcuza, Gloss.2.294.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐλαιοφόρος, -ον)
(για περιοχή ή τόπο) αυτός που παράγει ελιές ή λάδι, ελαιοπαραγωγός, ελαιόφυτος
νεοελλ.
1. (για δοχεία ή αγγεία) ο προορισμένος να δέχεται λάδι
2. δοχείο λαδιού, λαδερό, λαδικό
μσν.
1. είδος γερακιού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλαιοφόρον
ελαιοπωλείο.
Greek Monotonic
ἐλαιοφόρος: Αττ. ἐλαο-φόρος, -ον, αυτός που φέρει, παράγει ελιές, σε Ευρ.