ἐνέζομαι: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνέζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εδρεύω]], [[κατοικώ]] σ' έναν [[τόπο]] («τόδ' ἐνεζόμενοι [[στέγος]] ἀρχαῑον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] σ' έναν [[τόπο]] («τὰ ἐνδιδόντα τῶν μή ἐνδιδόντων άκοπώτερά ἐστι... ἐνέζεσθαι», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=[[ἐνέζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εδρεύω]], [[κατοικώ]] σ' έναν [[τόπο]] («τόδ' ἐνεζόμενοι [[στέγος]] ἀρχαῑον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] σ' έναν [[τόπο]] («τὰ ἐνδιδόντα τῶν μή ἐνδιδόντων άκοπώτερά ἐστι... ἐνέζεσθαι», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνέζομαι:''' μέλ. <i>-εδοῦμαι</i>· αποθ., έχω την [[έδρα]] μου, την [[κατοικία]] μου σε ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A sit in or upon, Arist.Pr.881b36. II have one's seat or abode in, c. acc. loci, τόδ' ἐ. στέγος A.Pers.140 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 836] (s. ἕζομαι), darin sitzen, Arist. probl. 5, 11, aoristisch. – Bei Aesch. Pers. 137, τόδ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον, hineingehen, um da seinen Sitz zu nehmen. – Dazu gehört πρύμνῃ δ' ἐνεείσατο κούρην Ap. Rh. 4, 188.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι, ἀποθ., κάθημαι ἐπί τινος, Ἀριστ. Προβλ. 5. 11. ΙΙ. ἔχω τὴν ἕδραν ἢ κατοικίαν μου ἔν τινι, μετ’ αἰτιατ. τόπου, τόδ’ ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον Αἰσχύλ. Πέρσ. 140· πρβλ. ἐνίζω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. 3ᵉ sg. poét. ἐνεείσατο;
s’asseoir dans ou sur ; avec mouv. venir s’asseoir dans, acc..
Étymologie: ἐν, ἕζομαι.
Spanish (DGE)
sentarse en, tomar asiento en c. ac. τόδ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον A.Pers.140
•abs. Arist.Pr.881b36, fig. Ἔρως ... ἐνέζεται, οὐδὲ μετέστη Eros permanece sentado (sobre mi pecho) sin moverse, AP 5.268 (Paul.Sil.).
Greek Monolingual
ἐνέζομαι (Α)
1. εδρεύω, κατοικώ σ' έναν τόπο («τόδ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῑον», Αισχύλ.)
2. κάθομαι σ' έναν τόπο («τὰ ἐνδιδόντα τῶν μή ἐνδιδόντων άκοπώτερά ἐστι... ἐνέζεσθαι», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
ἐνέζομαι: μέλ. -εδοῦμαι· αποθ., έχω την έδρα μου, την κατοικία μου σε ένα μέρος, με αιτ., σε Αισχύλ.