ἐνδοιάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνδοιάσιμος]], -ο (Α)<br />[[αμφίβολος]], αυτός που προκαλεί ενδοιασμούς.
|mltxt=[[ἐνδοιάσιμος]], -ο (Α)<br />[[αμφίβολος]], αυτός που προκαλεί ενδοιασμούς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδοιάσιμος:''' -ον, [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδοιάσιμος Medium diacritics: ἐνδοιάσιμος Low diacritics: ενδοιάσιμος Capitals: ΕΝΔΟΙΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: endoiásimos Transliteration B: endoiasimos Transliteration C: endoiasimos Beta Code: e)ndoia/simos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A doubtful, J.AJ16.11.7, Luc.Scyth.11. Adv.-μως, ἔχειν περί τινος J.AJ16.10.4.

German (Pape)

[Seite 835] zweifelhaft, unentschieden, Luc. Scyth. 11; – ἐνδοιασίμως ἔχειν περί τινος, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδοιάσιμος: -ον, ἀμφίβολος, Λουκ. Σκύθ. 11. - Ἐπίρρ. ἐνδοιασίμως, ἐνδοιασίμως ἔχειν περί τινος Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
douteux.
Étymologie: ἐνδοιάζω.

Spanish (DGE)

-ον
1 dudoso εἴ τι πρότερον ἐνδοιάσιμον ἦν αὐτῷ περὶ τὴν τεκνοκτονίαν I.AI 16.392, cf. Luc.Scyth.11.
2 adv. -ως dubitativamente οὐκ ἐ. εἶχε περὶ τῆς τῶν παίδων εἰς αὐτὸν ἐπιβουλῆς no tenía ninguna duda acerca de la conspiración de sus hijos contra él I.AI 16.319.

Greek Monolingual

ἐνδοιάσιμος, -ο (Α)
αμφίβολος, αυτός που προκαλεί ενδοιασμούς.

Greek Monotonic

ἐνδοιάσιμος: -ον, αμφίβολος, αβέβαιος, σε Λουκ.